Αποφεύγοντας λοιπόν να παρασταθούμε και παρακολουθήσουμε είτε γενικά, είτε με λεπτομέρειες την παραμονή του στη χερσόνησο του Άθω, την καταγεμάτη διδαχή, συγκίνηση και δέος, θα βρεθούμε κοντά σε μία επίσκεψη που έκανε μια από κείνες τις ημέρες στα Καυσοκαλύβια, στη δροσερή Κερασιά κι από εκεί στα Κατουνάκια, στο Ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων, στην ακροτοπιά, που, όπως λένε, ψέλνουν αγγελικά.
Ήταν μία ταλαιπωρία, για να φθάσει ως εκεί. Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένοιθε για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Στα Κατουνάκια οι περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαίοι από αδελφό σε αδελφό φύλαγαν το θησαυρό του αρχαίου μέλους, ισοκρατούσαν και έμελπαν την υμνολογία χρωματίζοντας το λόγο σαν άγγελοι. Κάτι το ασύλληπτο, το «ραντίζον την ψυχήν θειική δρόσον και αγαλλίασιν». Στο Ησυχαστήριό τους, περίφημο για την Αβραμιαία φιλοξενία του, εμόναζαν και τότε κάπου δώδεκα αδελφοί, οι οποίοι ζούσαν μεταξύ τους με άκρα υπακοή, απλότητα και αγάπη. Εκτελούσαν τις ιερές ακολουθίες με τέτοια κατάνυξη, που ο επισκέπτης λησμονούσε τα πάντα, αιθεροπιανόταν, ξέφευγε από τη χοική ουσία και επιθυμούσε να μη σαλέψει ποτέ από κεί. Κάπου δέκα λεπτά της ώρας πορεία, κάτω από το Ησυχαστήριό τους, ήταν το φρικτό Καρούλι, ένας απόκρημνος βράχος πάνω από εκατό μέτρα, όπου κάτω χαμηλά στις ακριές του βρεχόταν από το μανιασμένο κύμα.
Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιός είναι. Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλαιά ράσα που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες. Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα. Τον υποδέχθηκαν όμως όπως πάντα με εγκαρδιότητα, με Αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον εκέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια με αγριόμελο, ευχαριστήθηκαν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους να παρακολουθήσει τις ιερές ακολουθίες.
Αλλά τα λίγα λόγια του, περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν ακτίνες «Θείου Φωτός!». Όπου καθώς σε μια στιγμή ύστερα από τις πρώτες περοποιήσεις σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, τον πέμπτο της συντροφιάς, κατευθυνόμενοι προς το φοβερό βράχο του Καρουλίου, συναπαντούν έναν άγνωστο «περίεργο» ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν…
– Ευλογείτε.. .ψιθύρισε ο Νεκτάριος. Κι απόμεινε εκστατικός.
– Ο Κύριος, αποκρίθηκε αυτός. Καί μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
– Πως προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως, τον προ πολλού ενταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών; Σα να τους κόπηκε η αναπνοή. Ο Δανιήλ απόμεινε να κυττάζει χαύνος. Εκείνος εκύτταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε. Είχε λοιπόν δίπλα του μίαν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το ποορατικό χάρισμα; Άθελά του δάκρυσε.
– Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας, αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετέ τι διά τον ταπεινόν δούλον του. Παρακαλώ… παρακαλώ, δεχθείτε… τον ασπασμόν μου. Κι επλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχθηκε με φόβο. Καί σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη, βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
– Χθες οι δαίμονες φρύαξαν… ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή. Μεταβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον. Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού», εξηφανίσθησαν.
– Διατί;
– Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτην των. Τι νέα από τον κόσμο;
– Τι νέα… Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και…
– Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή.
Στο μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέπτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής να επανορθώση την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
– Σας αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιώτατε,επίασε να λέει ο ασκητής. Νοσταλγείτε την μόνωσιν. Αλλ᾿ εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον υπελογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας… Θάρθει και η μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
– Τι φρονείτε διά τον εικοστόν αιώνα που έρχεται; σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
– Τέλος τα βασίλεια. Πόλεμοι… ανησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
– Ο φόβος… επαναλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρεις για το φοβερό βράχο…