Ο πατήρ Ηλίας Διαμαντίδης ήταν προκομμένος και αγαπούσε πολύ τον Θεό. Στενοχωριόταν όμως που δεν ήξερε γράμματα. Φάνηκε λοιπόν κάποτε στον ύπνο του Άγγελος και άρχισε να του μαθαίνη γράμματα, ψαλτική και αγιογραφία.
Κάθε βράδυ τον έβλεπε στον ύπνο του και συνέχιζε το μάθημα του, μέχρι που έμαθε ο Ηλίας να διαβάζη, να γράφη καλά, να ψέλνη και να αγιογραφή. Τις Κυριακές έψελνε στην Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, στο χωριό Τσίτα των Σουρμένων. Ήταν εξαιρετικά καλλίφωνος και έψελνε με ευλάβεια, όπως είχε διδαχθή από τον Άγγελο. Έχοντας αγάπη και έφεση για την προσευχή, ξυπνούσε πάντα νωρίς για να προσεύχεται.
Μια νύχτα ο π.Ηλίας είδε στον ύπνο του τον άγιο Γεώργιο ο οποίος του παρήγγειλε να κτίση κοντά στο σπίτι του Εκκλησία στο όνομα του. Του υπέδειξε μάλιστα και το σημείο που θα κρεμούσε την εικόνα του καθώς και τις άλλες εικόνες, ενώ του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε και θα ενεργούσε θαύματα.
Κάποια ημέρα που ο Ηλίας έσκαβε στο κτήμα του σφηνώθηκε ο κασμάς και δεν έβγαινε. Έσκαψε γύρω του με κοπίδι και σφυρί και τότε βρήκε τοίχο Εκκλησίας. Έσκαψε με προσοχή. Αμέσως φάνηκαν οι τρεις πλευρές του ναού και στον τοίχο μια τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου, που διετηρείτο καλά.
Έφτιαξε την Εκκλησία με σανίδια και την σκέπασε με χορτάρια. Από έξω έμοιαζε με αχυρώνα, ώστε να μην δίνη υποψία στους κομμουνιστές. Ζωγράφισε μόνος του τις εικόνες και τις τοποθέτησε όπως ήθελε ο άγιος Γεώργιος. Η κόρη του Αγάπη, που ήταν κρυφή μοναχή, περιποιείτο την Εκκλησία. Ο π.Ηλίας της παρήγγειλε να κρατά ακοίμητο το καντήλι του αγίου Γεωργίου. Όταν πήγαινε να σβήση, αυτή άκουγε έναν ήχο χαρακτηριστικό και τότε πήγαινε να προσθέση λάδι και να καθαρίση το φυτίλι του. Αισθάνονταν με διάφορους τρόπους την παρουσία του Αγίου Γεωργίου. Όταν ερχόταν ο Άγιος άκουγαν ποδοβολητό και έβλεπαν τα πατήματα του αλόγου του στον χωμάτινο δρόμο.
Ο π.Ηλίας αγωνιζόταν πολύ και το παράδειγμα του παρακινούσε και τους άλλους. Ξυπνούσε στις 3 τη νύχτα και μέχρι το πρωί προσευχόταν. Βίαζε τον εαυτό του πολύ στην προσευχή. Έκανε κομποσκοίνι και έτρεχαν τα δάκρυα του συνέχεια. Αν κάποτε δεν ξυπνούσε, τον σκουντούσε ο άγιος Γεώργιος λέγοντας: «Σήκω, η ώρα πέρασε». Ο ίδιος ξυπνούσε και την οικογένεια του για να προσευχηθούν, ενώ την ορφανή Αυγούλα την ξυπνούσε στις 3.30′ με πραεία φωνή.
Ο πατήρ είχε ως ευλογία το δεξί χέρι του παπα-Γιάννη Τριανταφυλλίδη που άγιασε. Επίσης μια ηγουμένη από το Σοχούμ του χάρισε την καρδιά και το δακτυλάκι μιας παιδούλας, ονόματι Μαρίας, που διατηρήθηκαν άφθαρτα μετά την εκταφή της. Το κοριτσάκι αυτό καταγόταν από την Σάντα του Πόντου. Οι γονείς της ήταν πάμπλουτοι αλλά υπερβολικά φιλάργυροι και άσπλαχνοι. Όταν εκοιμήθη η μητέρα της, η μητρυιά εβασάνιζε τη Μαρία και την άφηνε νηστική. Αυτή μοίραζε κρυφά τις νύχτες σε φτωχούς και εγκυμονούσες γυναίκες πολλά υλικά αγαθά. Έδινε ακόμη και το λιγοστό ψωμάκι της σε πεινασμένους και αυτή έμενε νηστική. Εκοιμήθη σε ηλικία δώδεκα χρόνων και στην εκταφή της βρέθηκαν άφθαρτα το δεξί της χέρι και η καρδιά της μέσα σε μύρο. Έβλεπαν πριν στον τάφο της κάθε νύχτα ένα φως που ανεβοκατέβαινε τρεις φορές, και αυτό τους παρακίνησε να κάνουν ανακομιδή, όπότε και βρέθηκε ο τάφος της να ευωδιάζη γεμάτος μύρο.
Όπως υποσχέθηκε ο άγιος Γεώργιος, έδωσε στον παπα-Ηλία το χάρισμα να θεραπεύη ασθενείς. Τους διάβαζε το Ευαγγέλιο, τους σταύρωνε και τους έδινε να ασπασθούν τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του νέου ελεήμονος και της Μαρίας.
Σταύρωνε ακόμη και Τούρκους και Αρμενίους οι οποίοι θεραπεύονταν.
Συχνά προφήτευε λέγοντας: «Θα ‘ρθεί ένας καιρός που θα γίνουν οι άνδρες γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες. Τότε θα πέσει μεγάλη κατάρα στον κόσμο. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και ο Ρώσσος θα νικά• θα πάει ως τον Ευφράτη ποταμό. Θ’ ανοίξει η Αγιά Σοφιά και θα λειτουργηθή. Ένας εξαδάκτυλος βασιλιάς θα είναι τότε». Και έλεγε: «Ξύπνα Ρωσσία και δράξον τα όπλα σου». Δηλαδή έλα σε μετάνοια, σε πίστη και απόρριψε την αθεΐα.
Μια γυναίκα διηγήθηκε πως κάποτε την ώρα που λειτουργούσε ο π. Ηλίας, βγήκε φως από την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και στάθηκε πάνω του.
Κοιμήθηκε οσιακά με μεγάλη ειρήνη τον Ιούλιο του 1946. Την ώρα της κοιμήσεως του, ένα φως κατέβηκε από τον ουρανό και το δωμάτιο του πλημμύρισε από ευωδία. Το δεξί του χέρι έγινε σαν το κερί και μαρτυρούσε τις κρυφές του ελεημοσύνες.
Κάθε νύχτα στις δώδεκα ακριβώς μεσάνυχτα, έβγαινε το φως από τον τάφο του και έρρεε μύρο. Όσοι χρίονταν από το μύρο, από όποια αρρώστια και αν έπασχαν, αμέσως γίνονταν καλά.Άνοιξαν τον τάφο σηκώνοντας την πλάκα και βγήκε φως από τον τάφο. Το λείψανο του παπα-Ηλία ήταν ακέραιο και ευωδίαζε. Το έθαψαν πάλι και απαγόρευσαν στον κόσμο να προσέρχεται στον τάφο.Όμως το 1962, που ανοίχτηκε για δεύτερη φορά, το λείψανό του είχε κλαπεί.