Η διαφορά των οραμάτων από τα όνειρα είναι ότι τα οράματα τα βλέπει κανείς όχι στον ύπνο του, αλλά ξύπνιος. Στα οράματα, δηλαδή, λειτουργούν τελείως οι αισθήσεις του ανθρώπου.
Και στα οράματα ισχύουν όσα έχουμε αναφέρει και για τα όνειρα. Υπάρχουν οράματα που προέρχονται από τον Θεό. Παρουσιάζονται σε ενάρετους ανθρώπους και για σοβαρά ζητήματα που έχουν σχέση με την πίστη και τη σωτηρία ψυχών.
Υπάρχουν όμως και οράματα που προέρχονται από ψυχικές παθήσεις και χρειάζονται ιατρική παρακολούθηση.
Αλλά υπάρχουν και οράματα που προέρχονται από τον σατανά. Ο διάβολος «μετασχηματίζεται» και εις «άγγελον φωτός», με τη μορφή της Παναγίας ή των Αγίων και δίνει εντολές φαινομενικά καλές, με απώτερο σκοπό την εξαπάτηση και την παραπλάνηση. Κάθε τόσο ακούμε για κάποιες «φωτισμένες», που δήθεν έχουν το χάρισμα, τη «φώτιση» να επικοινωνούν με το Θεό με όνειρα και οράματα και παίρνουν διάφορες εντολές. Έτσι ανάβει μέσα τους το θηρίο του εγωισμού, υποκύπτουν στον πειρασμό και ο Σατανάς τις οδηγεί όλο και σε μεγαλύτερο εγωισμό και πιο σκοτεινή πλάνη, με αποτέλεσμα να παρασύρουν ψυχές στην απώλεια. Διαστρεβλώνουν την αλήθεια του Χριστού και τη διδασκαλία της εκκλησίας. Καταργούν το Ευαγγέλιο και προβάλλουν το δικό τους «ευαγγέλιο». Άλλοτε πάλι συνιστούν λειτουργίες και παρακλήσεις για να ξεγελάσουν τους πιστούς. Όμως αυτό δεν πειράζει το σατανά. Αυτός αρκείται μόνο με το ότι ο άνθρωπος παίρνει εντολές απ’ αυτόν.
Πίσω από τον οραματιζόμενο τρέχουν αγεληδόν ευκολόπιστοι και αφελείς, ενθουσιάζονται, σταυροκοπιούνται, και πιστεύουν πως κοντά τους ξεφύτρωσε απεσταλμένος του Θεού. Και όχι μόνον αυτό. Υψώνουν γύρω από τον εαυτό τους τείχη «αγιότητος και φωτισμού», καλύτερα ας πούμε δαιμονισμού και ανακηρύσσονται «άγιοι», ημιάγιοι και ό,τι χειρότερο. Δυστυχώς οι περισσότεροι απ’ αυτούς πεθαίνουν αμετάπιστοι και αμετανόητοι.
Η πληγή των «φωτισμένων» είναι μεγάλη και επικίνδυνη. Ο σατανάς τραβάει με το πρόσχημα της ευλάβειας πολλούς αφελείς χριστιανούς. Οι παγίδες του πολλές. Ο λόγος του Απ. Πέτρου, ας γίνει για όλους μας αφορμή αφύπνισης: «Νίβατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη. Ω αντίστητε στερεοί τη πίστει (Α’ περ. 5, 8).