Δεν θα κουραστώ να ομολογώ την ολιγοπιστία και τον ορθολογισμό μου, επειδή αυτό η εντιμότητα, επιβάλλει…
Λοιπόν, με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, κανένα <πάρε δώσε>, ποτέ μου- μέχρι πριν λίγα χρόνια- δεν είχα.
Σύμφωνοι.
Τον σεβόμουνα, όπως με μάθανε ότι πρέπει να σέβομαι τους Αγίους Αγγέλους, αλλά -κατά την ταπεινή μου πάντα αντίληψη-την από τον ορθολογισμό τού εικοστού αιώνα βαθύτατα διαποτισμένη- οι Άγγελοι υπήρχαν σε κάποια άλλη διάσταση, αόρατοι, αυτοί τις δουλειές τους, εμείς τις δικές μας δουλειές και ουδεμία παρέμβαση στα προσωπικά μας-το καλό που τους θέλω!
Δεν πήγαινα γυρεύοντας, λοιπόν, για ιστορίες με Αγγέλους και άλλα περίεργα, αλλά η ιστορία, ήρθε γυρεύοντας αυτή, και με βρήκε!
Ήμουν φιλοξενούμενη στην Αμερική,το 1986 στο σπίτι ενός Έλληνα πανεπιστημιακού ερευνητή- μηχανικού στους υπολογιστές- απ’ τη Λέσβο.
Πάνω σε διάφορες συζητήσεις που κάναμε μεταξύ τυρού και αχλαδίου, μάς είπε, ο οικοδεσπότης -ο οποίος με παπάδες και εκκλησίες δεν καλλιεργούσε και τη θερμότερη σχέση,δεδομένου ότι το ένα παιδί του- από θυμό για τη συμπεριφορά κάποιων φιλοχρήματων ρασοφόρων , που κάναν Μυστήρια με..ταρίφες- το άφησε αβάφτιστο:
-Έχουμε κοντά στο χωριό μου, στο νησί,μια φοβερή ανάγλυφη μορφή του Ταξιάρχη,φτιαγμένη γύρω στα 900 μ.Χ. απο αίμα σφαγμένων καλογέρων και αργιλόχωμα, για την οποία λένε-εγώ δεν την έχω δει-ότι άμα προσευχηθείς μπροστά της-ζητώντας μια χάρη και σε ακούσει- λένε λέω, ότι η μορφή του στην εικόνα, αλλάζει χρώμα και απο μαυριδερή,παίρνει άλλη απόχρωση, μέχρι και κοκκινίζει!
-Άντε ρε! Δεν συμβαίνουν τέτοια πράγματα, αν είναι δυνατόν! σχολίασα, εντυπωσιασμένη μεν, άπιστη δε,και η όλη κουβέντα σε αυτό το σημείο, έλαβε τέλος…
Εντάξει,λατρεμένο μου…
Πιστεύω στο Χριστό και στην Αγία Του Ανάσταση, ναι, αλλά όχι και ιστορίες τώρα για
αγ(ρ)ίους, τραβηγμένες απ’ τα μυαλά αγράμματων χωρικών, μην τρελαθούμε!
Μορφωμένοι άνθρωποι ήμασταν επιτέλους, δεν είχα καταντήσει καμιά χαζή σαλογραία, για Όνομααα!
Κοντολογίς- χωρίς καμία τύψη το έκανα- τοποθέτησα την αφήγηση του φίλου, στις λαογραφικές δοξασίες που κυκλοφορούν απο στόμα σε στόμα- περισσότερο για να τρομάζουν τα μικρά τα παιδάκια και, λιγότερο επειδή διαθέτουν, όντως, υπόσταση…
Το δηλώνω εντίμως!
Κανένας καημός για προσωπική σχέση, ή θαύματα με τον Ταξιάρχη, δεν μου προέκυπτε!
Αυτή ήταν όλη η κουβέντα και μέχρι την επόμενη μέρα, σχεδόν την είχα ξεχάσει…
Λίγα χρόνια,όμως, αργότερα,το σκηνικό με τον Ταξιάρχη, ξαναζωντάνεψε, ως ακολούθως:
Ο πατέρας μου, είχε ένα φίλο-συνάδελφο που αρρώστησε από το συκώτι του, άσχημα.
(Έπινε; δεν έπινε; είχε ηπατίτιδα; δεν είχε; γιατρέ μου θα σε γελάσω…)
Ο φίλος- μεσήλικας- κατά τους θεράποντες που έβλεπαν την άθλια κλινική εικόνα- ήταν σε αξιοδάκρυτη κατάσταση και… μέτραγε …μέρες.
Βρισκόταν στα τελευταία του.
Η γυναίκα του η Μαίρη, είχε ετοιμάσει για την κηδεία τα μαύρα της ρούχα, ο άντρας της σε κακό χάλι, κρεβατωμένος, με μια τεράστια κοιλιά <τούμπανο>, πρησμένος – σαν εννιά μηνών έγκυος- και τα ούρα- κατά την αφήγηση του πατέρα μου, που τον έβλεπε, – δεν έβγαιναν, τις τελευταίες ώρες, ούτε με καθετήρα!
Το ελάχιστο <λάδι> στο <καντήλι> του, έδειχνε ότι φτάνει στο τέλος.
Λύπη από όλους, μεγάλη.
Ο πατέρας μου-δεν ξέρω απο ποιόν- άκουσε ότι κάποιοι, Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη επιτελούν πολλές θεραπείες στους προσερχομένους και προσευχομένους με δάκρυα και πίστη.
Οι άγιοι βρίσκονταν-έμαθε- στη Λέσβο.
Αποφάσισε να πάει να τους ζητήσει βοήθεια.
Ξεκίνησε.
Είχε περάσει η τουριστική η σεζόν και οι επισκέπτες ελάχιστοι.
Φτάνοντας στο νησί, πήρε ταξί για τον Άγιο Ραφαήλ.
Καθώς πήγαιναν,προς Άγιο Ραφαήλ, σταμάτησαν με υπόδειξη του ταξιτζή και στον Ταξιάρχη του Μανταμάδου.
(Ένα κερί πάνω- ένα κερί κάτω, άμα η ανάγκη της θεραπείας,είναι επείγουσα,σταλάζει βάλσαμο στην καρδιά μας!)
Μπήκε στο ναό,λοιπόν,προσκύνησε- μόνος ήταν μπροστά στον Αρχάγγελο,δεν υπήρχανε άλλοι- και έπεσε καταγής, μπροστά στη φοβερή του μορφή(δέος πραγματικά σε πιάνει να την κοιτάξεις, τι πράμα ειν’ τούτο…) κλαίγοντας-επί πολύ- με δάκρυα ποτάμι, παρακαλώντας με πόνο ψυχής για τη σωτηρία του φίλου του.
Καθώς ήταν πεσμένος-αυτός και το δάπεδο <ένα>- και τα δάκρυα τρέχαν ατέλειωτα, ακούει ξαφνικά μια φωνή.
Ήταν η νεωκόρος, η οποία τον ενημέρωσε- σαν να μιλούσε για το φυσικότερο πράγμα του κόσμου:
-Κύριέ μου, αυτό που ζητάτε θα γίνει!
Άλλαξε χρώμα το πρόσωπο του Ταξιάρχη!
Έκπληκτος ο πατέρας μου, σήκωσε το κεφάλι του, άνοιξε διάπλατα τα γαλάζια τα μάτια του και…
– Τι να ιδώ, ρε κόρη, στο λέω και συγκινούμαι!..
Εκείνο το Πρόσωπο που ήτανε σκοτεινό και μαύρο όταν το πρωτοαντίκρισα, είχε πάρει-
Κύριε Ελέησον- ένα ξεκάθαρα ρόδινο χρώμα!
Σταυροκοπήθηκα!
Πήρα λαδάκι που μου έδωσαν για ευλογία, πήρα και αγίασμα.
Μετά από κει , προσκύνησα και στους Αγίους Ραφαήλ, Νικόλαο και Ειρήνη…
Άλλα κλάματα εκεί, άλλες προσευχές πάνω στων Αγίων τους τάφους.
Έφυγα, με ένα θάρρος αλλιώτικο, μες στην ψυχή μου…επέστρεψα στην Αθήνα, πήγα στο σπίτι του Βασίλη του φίλου μου.
Τον βρήκα στην άθλια κατάσταση…
Τα ούρα δεν έβγαιναν…
Οι γιατροί τον είχαν ξεγράψει…
Του είπα: <Βασίλη, ξέρεις τι έχεις…>
<Ναι…> ψιθύρισε ο Βασίλης.
<Βασίλη, μόνο ο Θεός τώρα…>
<Ναι..> ξαναψιθύρισε ο Βασίλης…που με το Θεό, καμία σχέση δεν είχε και δεν ξέρω και αν την απόκτησε…
Του σταύρωσα την τουμπανιασμένη κοιλιά με το λαδάκι, του έδωσα να πιεί αγίασμα των αγίων απο τον Ταξιάρχη και απο τον Αγιο Ραφαήλ, και έφυγα…
-Τι συνέβη μετά;
-Να σου πώ: μετά από αυτό το σκηνικό, ο Βασίλης, άρχισε την <άφθονη διούρηση> που γράφανε κάποτε και για το <Σιδερένιο> οι εφημερίδες.
Διούρηση στη διούρηση, ήρθε και η τουμπανιασμένη κοιλιά και ξεπρήστηκε και σηκώθηκε όρθιος, υγιής και πεντάγερος ο Βασίλης!
Ήταν απίστευτο!
Οι εξετάσεις έδειξαν ένα συκώτι, καινούργιο!
Τρίβαν τα μάτια, οι γιατροί, οι γνωστοί , όλοι οι φίλοι.
Από στόμα σε στόμα διαδόθηκε ότι κάτι του έδωσε ο Γιώργης- ο πατέρας μου- και τον γιάτρεψε.
Ρώταγαν, οι γνωστοί, με γουρλωμένα από την έκπληξη μάτια:
-Ρε! τι φάρμακο τού έδωσε ο Γιώργης και τον σήκωσε όρθιο;
……………..
Γελούσε ο πατέρας μου:
– Της Δωρεάς των Αγίων το Φάρμακο…
Είναι Ζωντανοί οι Άγιοι σού λέω, π ά ν τ α να το θυμάσαι!
Σαλογραία