Back to top

Ο Πόντος θε να σβήσει όταν ο ήλιος ανατείλει από τη Δύση (μέρος 1ο)

01/04/2019 - 10:22

Δι’  ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν!

Βγήκαμε όσο πιο ήρεμα μπορούσαμε από την εκκλησία στο προαύλιο και αρ­χίσαμε τα παιχνίδια με τ’ αδέρφια μου περιμένοντας τους γονείς μας. Συνεχίσαμε χαρούμενοι να διασκεδάζουμε και οι φωνές μας ακούγονταν σ' όλο τον αυλόγυρο, μέχρι που βγήκε από την εκκλησία ο ιερέ­ας με τον παππού. Οι γονείς μας μάς εί­χαν διδάξει από μικρά να σεβόμαστε τους μεγαλύτερους και τους ιερείς. Έτσι, σταματήσαμε αμέσως το παιχνίδι και τρέξαμε να πάρουμε την ευχή του ιερέα.

-Την ευχή σας, πάτερ.

-Την ευχή του Θεού, παιδιά μου. Ευ­λογημένα να 'στε με τέτοιον παππού που έχετε!

Με την τελευταία φράση του συμφω­νώ απολύτως. Πραγματικά είμαι υπερή­φανος για τον παππού μου, του οποίου έχω και το όνομα. Δυστυχώς όμως για εμάς, τα παιδιά, ο παππούς δεν μας έχει ακόμα πει όλη την ιστορία του, γιατί μας θεωρεί μικρούς. Όσο κι αν προσπάθησα να τον πείσω ότι δεν είναι κανείς και τόσο μικρός στην Πέμπτη δημοτικού, συναντώ πάντα την σθεναρή αντίστασή του: «Αλέ­ξανδρε, άσε να μεγαλώσεις λίγο ακόμα παιδί μου κι εσύ και τα αδέρφια σου».

Αλλά σήμερα, τι χαρά! Είναι η γιορτή του και η δική μου και μας έχει υποσχεθεί ότι θα αρχίσει επιτέλους να ξετυλίγει μπροστά μας το κουβάρι των αναμνήσεών του, από όταν ακόμα ήταν παιδί. Γι’ αυτό τον λόγο βιαζόμασταν να πάμε στο σπίτι σήμερα.

Όταν φτάσαμε, στην αυλή μάς περίμενε γιορτινό τραπέζι, στρωμένο από την γιαγιά και τη μαμά με την βοήθεια όλων των κοριτσιών της οικογένειας. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν όλων των λογιών οι ποντιακές νοστιμιές: κιλτιρίτσια, βαρένικα, σαρμάδες, μαντί, τσοκαλίκ, περέκ, χαψοπίλαφον, γιαγλία, τσορτάν, τσιρι­χτά, φελία, ωτία. Ο παππούς, σαν μεγα­λύτερος του σπιτιού, είπε την προσευχή κι αρχίσαμε να τρώμε. Τα πρώτα δέκα λεπτά επικρατούσε ησυχία, μιας και κα­ταβροχθίζαμε τα πεντανόστιμα εδέσμα­τα στην προσπάθειά μας να τελειώσου­με όσο πιο γρήγορα γινόταν το φαγητό, για να ακούσουμε την διήγηση του παππού.

-Λοιπόν, παιδιά μου, τώρα που τε­λειώσατε, νομίζω πως ήρθε η ώρα να σας πω για την πατρίδα μου. Πιστεύω πως εί­στε πια αρκετά μεγάλοι για να καταλάβε­τε όσα θα σας πω και να βγάλετε απ’ αυτά ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για την ζωή σας.

Δεν χρειαζόταν να μας το πει δεύτερη φορά. Είχαμε ήδη θρονιαστεί αναπαυτι­κά στα σκαμνιά κάτω από το πλατάνι και κυριολεκτικά κρεμόμασταν από τα χείλη του. 

-Που λέτε, παιδιά μου, γεννήθηκα στην Αργυρούπολη, μια πόλη πλούσια και με ξεχωριστή ομορφιά τα χρόνια εκεί­να, όπως άλλωστε κι όλες οι πόλεις του Πόντου πριν το 1919. Οι γονείς μας ήταν ευσεβείς χριστιανοί και αυτόν τον σεβα­σμό τους φρόντισαν να τον εμπνεύσουν και σε μας τα παιδιά. Η μητέρα μου ει­δικά μας έμαθε να κρατάμε την Τετάρτη και την Παρασκευή, να προσευχόμαστε και να αγαπάμε τον Χριστό, την Πανα­γία μητέρα Του και τους Αγίους. Πόσα της χρωστάμε αλήθεια! Εκείνη την εποχή ήμασταν πολύ εύποροι. Οι περισσότεροι συγγενείς μας μαζί με τον πατέρα μου, που ήταν αρχιμεταλλουργός, δούλευαν στα μεταλλεία της περιοχής, των οποίων την εκμετάλλευση είχαν οι Έλληνες ήδη από τον 16ο αιώνα. Λόγω του ότι διατη­ρούσαμε μεγάλο αγρόκτημα, είχαμε τον Μετίν, έναν καλοκάγαθο Τούρκο που μας βοηθούσε. Μην σας φαίνεται παράξενο. Με τους απλούς τούρκους πολίτες είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Ζούσαμε αδελφωμέ­νοι, ο καθένας τηρώντας τα ήθη και τα έθιμά του, χωρίς φιλονικίες. Αυτό το διαπίστωνε κανείς παρατηρώντας ακόμα και τα παιδιά. Παίζαμε όλα μαζί χωρίς έριδες και ουδέποτε αποκλείσαμε κάποιον από την παρέα μας επειδή ήταν τούρκος. Τους παιδικούς μου φίλους τους είχα συμμαθη­τές στο Φροντιστήριο της Αργυρούπολης. Ήμασταν μονοιασμένοι, αγαπημένοι και χαρούμενοι. Την εποχή εκείνη, αρχές του 20ού αιώνα, διανύαμε την Χρυσή Εποχή του Ποντιακού Ελληνισμού. Υπήρ­χε μεγάλη οικονομική και πολιτιστική άν­θηση. Φανταστείτε, παιδιά, πως από εμάς τους Έλληνες κινούνταν τα νήματα του εμπορίου και της βιομηχανίας της οθω­μανικής αυτοκρατορίας, διότι οι Τούρκοι δεν ήταν μορφωμένοι. Ο παππούς μου ήταν αφοσιωμένος στην Εκκλησία. Μά­λιστα, πήγαινε πολύ συχνά στην Παναγία την Σουμελά, την Κυρά του Πόντου, και κουβαλούσε από την τεράστια περιου­σία μας προμήθειες στους μοναχούς. Την υπηρεσία του αυτή του την ανταπέδωσε αργότερα η Παναγία, όπως δεν περίμενε.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το 1908 μαζεύτηκαν τα πρώτα σύννεφα στον ολοφώτεινο ως τότε ουρα­νό του Πόντου. Εκείνη τη χρονιά επανα­στάτησαν οι Νεότουρκοι και περιθωριο­ποίησαν τον Σουλτάνο. Εμείς στην αρχή δεν φοβηθήκαμε, επειδή πιστεύαμε ότι θα έκαναν μερικές μεταρρυθμίσεις για να δώσουν λίγη παράταση ζωής στην καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία. Πολύ αργά όμως συνειδητοποιήσαμε πόσο οικτρά είχαμε γελαστεί. Από ψιθύρους μάθαμε ότι σχεδίαζαν να εξαλείψουν από το πρόσωπο της γης τους Έλληνες και τους Αρμένιους της Τουρκί­ας. Φυσικά, μόλις βγαί­ναμε από το σπίτι και αρχίζαμε τα παιχνίδια ξεχνούσαμε εντελώς ό,τι μισόλογα είχα­με ακούσει για τουρ­κικές εκκαθαρίσεις.

Κάποια μέρα ο παππούς και ο πατέρας μου είχαν πάει να προσκυνήσουν στην Πα­ναγία την Σουμελά και να κουβαλήσουν τις καθιερωμένες προ­μήθειες στους μοναχούς. Όταν γύρισαν, φαίνονταν θορυβημένοι. Ο Γέροντας Αμ­βρόσιος είπε στον παππού μου εμπιστευτικά ότι είδε σε όραμα την Παναγία μαυροφορεμένη να θρηνεί. Πράγματι, μετά από λίγο καιρό, το 1916, πραγματοποιή­θηκε η Γενοκτονία των Αρμενίων. Όπως σας έχω ξαναπεί, ζούσαμε μέχρι τότε ει­ρηνικά και είχαμε φίλους πολλούς Τούρ­κους και Αρμένιους. Γι’ αυτό τον λόγο θρηνήσαμε πολύ μαθαίνοντας τον άδικο χαμό τους. Μάλιστα, τότε είπε ο παππούς στον πατέρα μου: «Παιδί μου, μαζεύτε ό,τι μπορείτε να μεταφέρετε και πηγαίνε­τε για λίγο καιρό στη Θεσσαλονίκη, στην αδελφή μου την Ευδοκία, και, μόλις μάθε­τε ότι ηρέμησαν τα πράγματα, επιστρέφε­τε». Το έλεγε αυτό με την πολύχρονη πεί­ρα του σαν να προαισθανόταν τι έμελλε να μας συμβεί. Ο πατέρας μου όμως δεν δεχόταν με κανέναν τρόπο να εγκαταλεί­ψει τον τόπο μας. «Αποκλείεται, πατέρα», έλεγε. «Μήπως τόσα χρόνια δεν ζούμε με τους Τούρκους; Τώρα θα μας χτυπήσουν; Μας έχουν ανάγκη. Κρατάμε την οικονο­μία της Τουρκίας στα χέρια μας. Μπόρα είναι και θα περάσει.» Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να δεχτεί ότι τόσα χρόνια ει­ρηνικής συμβίωσης με τους Τούρκους θα έπαιρναν τέλος τόσο βάναυσα και άγρια.

Δυστυχώς, το προ­αίσθημα του παππού μου βγήκε αληθινό λίγο καιρό αργότερα. Ήταν 20 Μαΐου του 1919 όταν έφτασε αναστατωμένος ο πατέρας στο σπίτι σε ώρα που κανονικά θα έπρεπε να είναι στη δουλειά του. Κρατούσε μια εφημε­ρίδα στο χέρι του και την ανέμιζε στον αέρα σαν να προμηνούσε καταστροφή. Εκείνη την ημέρα τα αδέρφια μου κι εγώ ήμασταν άρρωστοι με μαγουλάδες και δεν είχαμε πάει σχολείο, οπότε παρακο­λουθήσαμε όλη τη σκηνή. Ο μόνος που τόλμησε να μιλήσει εκείνη την ώρα στον πατέρα ήταν η μητέρα:

-Τι έγινε, Γιώργο; Πώς τόσο νω­ρίς;

-Μάζεψε σε μερικούς μπόγους ό,τι θεωρείς πιο απαραίτητο και ετοιμαστεί­τε, γιατί φεύγουμε. Μόλις έμαθα ότι χθες ο ηγέτης των Νεότουρκων Κεμάλ αποβιβάστηκε με στρατό στην Σαμσούντα και αμέσως συναντήθηκε με τον Τοπάλ Οσμάν, τον αρχηγό των Τσετών, αυτών των αδίστακτων ληστών Τα πράγματα είναι για μας χειρότερα απ’ ότι μπορούμε να φανταστούμε. Χίλιες φορές να σε είχα ακούσει, πατέρα.

Ο πατέρας μου τα είπε όλα μονομιάς, αλλά στην τελευταία του φράση η φωνή του ακούστηκε παράξενη. Είχε μόλις συ­νειδητοποιήσει πόσο λάθος έκανε και τι συνέπειες θα μπορούσε αυτό να έχει τώρα στην οικογένειά του. Όμως δεν λύ­γισε. Ακόμα κι εκείνη την ύστατη στιγμή προσπαθούσε να βρει τρόπο να μας γλι­τώσει. Εγώ πίστεψα ότι το πρώτο που θα φρόντιζε η μητέρα μου να πάρει θα ήταν τρόφιμα και ρούχα, αλλά, πόσο γελάστη­κα! Η πίστη των δικών μου ήταν τόση, που υπερνικούσε και αυτό ακόμη το έν­στικτο της αυτοσυντήρησης. Έτσι, πρώτα απ’ όλα μαζέψαμε τις εικόνες και τα λεί­ψανα των Αγίων που είχαμε πατρογονικό φυλαχτό στο εικονοστάσι και στη συνέ­χεια ο καθένας πήρε ό,τι χρειαζόταν για τον εαυτό του και μπορούσε να κουβαλή­σει στην πλάτη του. Τέλος, η μητέρα μάς έραψε στα ρούχα μας όσες λίρες είχαμε στο σεντούκι φυλαγμένες. Όλοι ετοιμα­ζόμασταν πυρετωδώς να φύγουμε, εκτός από τον παππού μου.

-Πατέρα, εσύ γιατί δεν ετοιμάζεσαι; Δεν θα έρθεις μαζί μας;

-Γέρασα πια, παιδί μου, και δεν θα αντέξω τον δρόμο της φυγής. Θα πάω στη Σουμελιώτισσα κι εκεί ας γίνει το θέ­λημα του Θεού.

 

(συνεχίζεται)