Παρήγορη, διδακτική καί ψυχοσωτήρια είναι η ακόλουθη διήγηση, από την οποία μαθαίνουμε μέ πόση καρδιακή συντριβή καί ταπείνωση ετοιμάζονται οι δίκαιοι γιά τόν θάνατο καί μέ πόσον άγιο φόβο τόν υποδέχονται:
Ο Θεός ικανοποιούσε πάντοτε τά αιτήματα ενός γέροντα μέ μεγάλη αρετή. Μια μέρα, λοιπόν, ο γέροντας αυτός, καθώς προσευχόταν, θέλησε να δει την ψυχή ενός αμαρτωλού καί την ψυχή ενός δικαίου την ώρα πού θα χωρίζονταν από τά σώματά τους.
Οδηγημένος από τό χέρι τού Θεού, έφτασε σε μια πόλη. Έξω από την πόλη, σ’ ένα μοναστήρι, ζούσε ένας αναχωρητής μέ μεγάλη φήμη, πού τώρα ήταν άρρωστος καί περίμενε τόν θάνατο. Ο γέροντας είδε να έχουν ετοιμαστεί γι’ αυτόν πολλά κεριά καί καντήλια. Όλη η πόλη τόν έκλαιγε, λέγοντας:
— Ο Θεός μέ τίς ευχές του αναχωρητή μάς έδινε τό ψωμί καί τό νερό. Όλη την πόλη την έσωζε ο Θεός χάρη σ’ αυτόν. Αν, λοιπόν, πάθει κάτι, όλοι θα πεθάνουμε.
Όταν ήρθε η ώρα του θανάτου του, ο γέροντας είδε τόν άγγελο του θανάτου μέ πύρινη τρίαινα στο χέρι να έρχεται κοντά στον αναχωρητή, καί άκουσε μια φωνή να λέει:
— Όπως ούτε γιά μία ώρα δεν μέ ανέπαυσε η ψυχή του, έτσι κι εσύ να μην τόν λυπηθείς, καθώς θα του τη βγάζεις.
Έμπηξε, λοιπόν, ο άγγελος την πύρινη τρίαινα στήν καρδιά του αναχωρητή καί, αφού τόν βασάνισε γιά πολλή ώρα, τράβηξε την ψυχή του.
Ύστερ’ απ’ αυτό ο γέροντας μπήκε στήν πόλη. Εκεί βρήκε ριγμένο στήν άκρη ενός δρόμου κάποιον ξένο αδελφό, πού ήταν ετοιμοθάνατος. Δεν είχε κανέναν να τόν φροντίζει, γι` αυτό ο γέροντας έμεινε κοντά του όλη τη μέρα. Την ώρα πού πέθαινε ο ξένος εκείνος, ο γέροντας είδε τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ να έρχονται γιά να παραλάβουν την ψυχή του. Στάθηκαν ο ένας από τά δεξιά καί ο άλλος από τ’ αριστερά του ετοιμοθάνατου αδελφού, παρακαλώντας την ψυχή να βγει. Η ψυχή, όμως, δεν ήθελε ν’ αφήσει τό σώμα. Είπε, λοιπόν, ο Μιχαήλ στον Γαβριήλ:
— Τράβηξέ την, γιά να φύγουμε.
Μα ο Γαβριήλ αποκρίθηκε:
— Ο Κύριος μάς πρόσταξε να τή βγάλουμε χωρίς να πονέσει. Γι` αυτό δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε βία.
Τότε ο Μιχαήλ φώναξε δυνατά:
— Κύριε, ποιό είναι τό θέλημά Σου γι` αυτήν εδώ την ψυχή, πού δεν θέλει να βγει;
Καί άκουσε μια φωνή να του λέει:
— Τώρα στέλνω τόν Δαβίδ μέ την κιθάρα καί όλους τούς θείους υμνωδούς της ουράνιας Ιερουσαλήμ. Μόλις ακούσει η ψυχή τίς μελωδικές φωνές τους, θα βγει μέ χαρά.
Πράγματι, όλοι αυτοί κατέβηκαν καί κύκλωσαν την ψυχή, ψάλλοντας θεσπέσιους ύμνους. Τότε η ψυχή αναπήδησε καί τινάχθηκε χαρούμενη στα χέρια του Μιχαήλ.
Ποιος δεν θα θαυμάσει την ευσπλαχνία καί την αγάπη του Θεού προς τό ανθρώπινο γένος; Δυστυχώς, όμως, εμείς, οι σκληροτράχηλοι, διώχνουμε μακριά μας τό έλεος του Κυρίου καί μέ την άλογη τυφλότητά μας γινόμαστε οπαδοί καί δούλοι του εχθρού του Θεού καί εχθρού δικού μας.
Τά τέλη των εκλεκτών δούλων του Θεού είναι ένδοξα. Τό πρόσωπο του αββά Σισώη, όταν πλησίαζε η ώρα του θανάτου του, έλαμψε σαν τον ήλιο.
Είπε τότε στούς πατέρες, πού κάθονταν γύρω του:
— Να, ήρθε ο αββάς Αντώνιος.
‘Ύστερ’ από λίγο είπε:
— Να, ήρθε η χορεία των προφητών.
Τό πρόσωπό του έλαμψε πάλι περίσσια.
— Να, είπε, ήρθε η χορεία των αποστόλων.
Τό πρόσωπό του έγινε ακόμα πιο λαμπερό. Φαινόταν σάν να μιλούσε μέ κάποιους.
— Μέ ποιόν μιλάς, πάτερ; τόν ρώτησαν οι πατέρες.
— Να, είπε εκείνος, άγγελοι ήρθαν να μέ πάρουν, και τούς παρακαλώ να μέ αφήσουν λίγο ακόμα, γιά να μετανοήσω.
— Εσύ, πάτερ, δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσεις, του είπαν οι γέροντες.
Μα ο αββάς αποκρίθηκε:
— Αλήθεια σας λέω, δεν βλέπω να έχω βάλει αρχή.
«Έτσι κατάλαβαν όλοι πώς είχε φτάσει στήν τελειότητα. Καί πάλι, ξαφνικά, τό πρόσωπό του έγινε σαν τον ήλιο. Όλοι φοβήθηκαν.
— Κοιτάξτε!, τους είπε. Ήρθε ο Κύριος καί λέει: “Φέρτε μου τό σκεύος της ερήμου”.
Καί αμέσως παρέδωσε τό πνεύμα. Φάνηκε σάν ν’ άστραψε, καί όλο τό κελί γέμισε από ευωδία.