Στις 9 Μαρτίου του έτους 1963 –διηγείται η Γερόντισσα Στυλιανή– ήρθαμε, κατόπιν εντολής τού τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ.κ. Χρυσοστόμου, στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος Ταώ (Νταού Πεντέλης) και στις 14 του ιδίου μήνα ήρθε για πρώτη φορά στο Μοναστήρι μας ο άγιος Πορφύριος.
Τότε έμενε στον Άγιο Νικόλαο στα Καλλίσια, πάλαι ποτέ Μετόχι της Μονής μας. Ερχόταν πολύ συχνά με τα πνευματικά του παιδιά και μάλιστα κάποιες φορές εκκλησιαζόταν στο Μοναστήρι μας.
Μας διηγείτο ότι, όταν βγήκε από το Άγιον Όρος και μετά την εις ιερέα χειροτονία του, προσευχόταν ο Θεός να του υποδείξη κάποιον άγιο τόπο, που είχαν ζήσει άνθρωποι με ασκητική ζωή και πνευματικά βιώματα. Πήγε σε πολλά μέρη της Ελλάδος και στο τέλος ήρθε στον Παντοκράτορα. Πήγε, όπως μας έλεγε, στον τότε Ηγούμενο της Πεντέλης αρχιμανδρίτη Αθανάσιο Κοντογιάννη, ώστε να του δώση επί ενοικίω τον τόπο αυτόν, αλλά τον έδιωξε κακήν κακώς. Γι’ αυτό πήρε τον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων που είναι κοντά, για να έρχεται εδώ να προσεύχεται. Από τότε «έβλεπε» και στον ύπνο του και στον ξύπνιο του, όπως μας έλεγε, όσα είχαν συμβή εδώ μέσα.
Μας τόνιζε ότι οι οσιομάρτυρες της Μονής μας δεν αγίασαν μόνο με το αίμα τους, αλλά είχαν και αγία ζωή. Ήταν φίλοι με τον Θεό, ήταν όπως οι μεγάλοι Άγιοι Παχώμιος, Αντώνιος, Εφραίμ και Ισαάκ οι Σύροι, Βασίλειος ο Μέγας και Χρυσόστομος. Δεν άφηναν ούτε λεπτό την επικοινωνία τους με τον Θεό. Χαρακτηριστικά, έλεγε:
«Ακούτε που σας λέω, μέσ’ στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει αγιώτερος τόπος. Αχ, να είχατε τα ματάκια μου να βλέπατε τι γινόταν εδώ μέσα. Όπου πατάμε είναι Αγία Τράπεζα (και έκλαιγε κοιτώντας τριγύρω), διότι υπάρχουν μαρτυρικά αίματα και Άγια Λείψανα. Είχε και πολλά ασκητήρια που έφθαναν μέχρι τον Μαραθώνα. Έχουν γίνει και πολλές καταστροφές από τον φθόνο του διαβόλου. Θα δήτε όμως τι θα γίνεται εδώ αργότερα. Θα γίνη μεγάλο προσκύνημα. Θα έρχωνται από τα πέρατα του κόσμου για ένα θαύμα».
Ο Γέροντας μας έλεγε ότι, όταν πήρε την έκταση στο Μήλεσι, ήθελε τον χώρο γύρω από το Μοναστήρι να τον αγοράσουν πνευματικοί άνθρωποι, για να μην έχουν αργότερα προβλήματα οι αδελφές.
Εμείς τον αγαπούσαμε και συχνά πηγαίναμε για να τον βλέπουμε και να παίρνουμε την ευχή του. Πολλές φορές το κάναμε σαν εκδρομή. Μπαίναμε όσες αδελφές χωρούσαν στο αυτοκίνητο και κατασκηνώναμε σ’ ένα χωράφι, ακριβώς απέναντι από το Μοναστήρι του Παππούλη, για ευλογία. Μια μέρα μου ανέφερε ο Γέροντας ότι ήθελε να αγοράση ένα άλλο κτήμα, που είχε άφθονο νερό και που ήταν άγιο μέρος. Δυστυχώς όμως δεν το πουλούσαν και γι’ αυτό αναγκάστηκε και πήρε αυτό που μένει τώρα. Σε μία από τις επισκέψεις μας στον χώρο που κατασκηνώναμε, μας πλησίασε ένας κύριος και μας είπε ότι αυτό το κτήμα το πουλάει, γιατί έχει ανάγκη από χρήματα και το δίνει όσο-όσο. Πράγματι κάποιοι άνθρωποι μας βοήθησαν και το πήραμε.
Στον Παππούλη όμως δεν το είχα πει. Κάποια μέρα αρχικά πήγαμε στο κτήμα και μετά στον Γέροντα για να πάρουμε την ευχή του. Πήραν ευλογία οι αδελφές και μετά μου λέει:
– Κλείσε την πόρτα. Από πού έρχεσαι;
– Από εδώ κάτω. (Είπα και έδειξα αόριστα με το χέρι μου τον δρόμο από κάτω).
– Από που έρχεσαι; με ξαναρωτάει ο Γέροντας.
– Από εδώ κάτω, του ξαναείπα φοβισμένη.
– Είναι μεγάλο; Και απλώνει τα χέρια του για να μου δείξη το μέγεθος.
– Δύο στρέμματα, Γέροντα, ομολόγησα.
– Ε, μωρέ. Εγώ αυτό ήθελα. Ήταν παλαιό Μοναστήρι, ασκητικώτατο, άγιο. Ο τόπος τα παλαιά χρόνια λεγόταν «Κλίζα Φρούγκα». Πώς το πήρατε;
– Ο Θεός, Γέροντα.
– Την Νταού Πεντέλη ήθελα, τον Παντοκράτορα, μου τον πήρατε! Την «Κλίζα Φρούγκα» ήθελα, μου το πήρατε κι αυτό. Μωρέ, τι γίνεται με σας;
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 19.