13/08/2018 - 08:07
«Μυστήριον φοβερώτατον» ο θάνατος. Μας προξενεί φόβο, μας γεμίζει λύπη. Δεν θέλουμε ούτε να τον σκεφτόμαστε. Αποκρουστικό μας ακούγεται και καθετί που σχετίζεται μ’ αυτόν. Καταλαβαίνουμε ότι είναι ξένο με την ανθρώπινη φύση μας που πλάσθηκε για τη ζωή, για την αθανασία. Κι όταν περνούν τα χρόνια και ανθρωπίνως πλησιάζουμε πιο κοντά σ’ αυτόν, κάνουμε ο,τι περνά από το χέρι μας για να τον αποφύγουμε.
Αυτός ο θάνατος, που είναι το αποτέλεσμα της πτώσεώς μας, η κατάληξη της αποστασίας μας από τον Θεό, γίνεται ακόμα πιο οδυνηρός και αφόρητος, όταν είναι αιφνίδιος. Αλλιώς τον δεχόμαστε και προετοιμαζόμαστε, όταν τον βλέπουμε να μας πλησιάζει μέσα από μια αθεράπευτη ασθένεια ή από τα γεράματα της ηλικίας, και διαφορετικά, όταν μας επισκέπτεται ξαφνικά και απροσδόκητα. Πολλά καθημερινά περιστατικά το βεβαιώνουν: ατυχήματα, φόνοι, πνιγμοί, πτώσεις, δυστυχήματα που επιφέρουν ξαφνικά τον θάνατο και την απορία στα χείλη μας: «Πως συνέβη αυτό; Γιατί; Αφού ήταν καλά… Απίστευτο!».
Πως όμως στεκόμαστε μπροστά σ’ έναν αιφνίδιο θάνατο;
Στο άκουσμα ενός αιφνιδίου θανάτου, αυθόρμητα τα χείλη μας εκφράζουν λόγια προσευχής. Τόσο γι’ αυτούς που κάλεσε ο Θεός κοντά Του, όσο και για τους συγγενείς τους και φίλους. Ν’ αναπαύει την ψυχή του κεκοιμημένου, να παρηγορεί τους οικείους και να τους στηρίζει ο Θεός στις δύσκολες αυτές ώρες. Ν’ αντέξουν και με υπομονή και πίστη να σηκώσουν τον σταυρό του πένθους. Αλλά η προσευχή γίνεται και για μας. Παρακαλούμε τον Κύριο της ζωής και του θανάτου να μας διαφυλάττει και να μας απαλλάττει από τον ξαφνικό θάνατο. Μέσα στις δεήσεις της θείας Λατρείας η Εκκλησία μας παρακαλεί «υπέρ του διαφυλαχθήναι… από οργής, λοιμού, λιμού, σεισμού… και αιφνιδίου θανάτου».
Έπειτα να σκεφθούμε ήρεμα, πως εμείς τον βλέπουμε έτσι αιφνίδιο τον θάνατο. Απρόσμενος και ξαφνικός για τη δική μας λογική. Ο άγιος Θεός όμως, που προγνωρίζει και ρυθμίζει τα παντα στη ζωή μας, ακόμη και τις λεπτομέρειες, τον επιτρέπει για λόγους που Εκείνος γνωρίζει.
Κατά τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας, η ώρα του θανάτου τον κάθε άνθρωπο τον βρίσκει στην καλύτερη στιγμή της επίγειας ζωής του, με τις λιγότερες αδυναμίες, γλυτώνοντάς τον από βαρύτερες αμαρτίες και πάθη. Γι’ αυτό, και με εμπιστοσύνη στη βουλή του Θεού, να παραδίδουμε τον εαυτό μας και ν’ αποδεχόμαστε το τραγικό συμβάν. Διότι, όσο και να προσπαθήσουμε να το εξηγήσουμε με το ανθρώπινο μυαλό μας, δεν θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε το σχέδιο του Θεού.
Μπροστά σ’ έναν αιφνίδιο θάνατο προσφιλούς μας προσώπου, γνωστών η αγνώστων συνανθρώπων μας, στεκόμαστε με σιωπή και αναλογιζόμαστε πόσο εφήμερη και μάταιη είναι τελικά αυτή η ζωή. Πόσο γρήγορα τελειώνει, χωρίς να προλάβει κάποιος να τη γευθεί.
Ένας ξαφνικός θάνατος μας υπενθυμίζει ακόμη την άγνωστη ώρα της εξόδου μας από αυτό τον κόσμο. Κανείς μας δεν γνωρίζει πότε θα πεθάνει. Σαν τον κλέφτη που δεν προειδοποιεί για την ώρα που θα έλθει, έτσι έρχεται και ο θάνατος. Μην επαναπαυόμαστε, αλλά να αγρυπνούμε με εγρήγορση πνευματική.
Αυτό τονίζει και ο ιερός Χρυσόστομος και γράφει: «Συμβαίνουν θάνατοι συχνοί και πρόωροι, εμείς όμως σκεπτόμαστε σαν αθάνατοι και σαν να μην πρόκειται να πεθάνουμε ποτέ. Έτσι αρπάζουμε, έτσι γινόμαστε πλεονέκτες, σαν να μην πρόκειται να δώσουμε ποτέ λόγο. Έτσι οικοδομούμε, σαν να πρόκειται να μέίνουμε πάντοτε εδώ, κι ούτε ο λόγος του Θεού που καθημερινά ηχεί στ’ αυτιά μας, ούτε τα ίδια τα πράγματα μας διδάσκουν» (12η Ομιλία προς Εβραίους, ΕΠΕ 24, 507-509).
Πολλές φορές ο Κύριός μας στη θεία διδασκαλία Του μας παρακινεί• «γίνεσθε έτοιμοι» (Ματθ. κδ [24] 44). Παντοτε έτοιμοι, άγρυπνοι αγωνιστές. Να μη σταματούμε τον αγώνα για κανένα λόγο, αλλά με φιλότιμο, με γενναιότητα, με ελπίδα να τον συνεχίζουμε μέχρι τέλους. Θα μας βοηθήσει πολύ σ’ αυτό, το να σκεπτόμαστε την τελευταία μέρα της ζωής μας. Αλήθεια, πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα! Πόσο στοργικά και με αγάπη θα φερόμασταν στους άλλους! Με πόση κατανόηση και συμπάθεια θα τους ακούγαμε! Δεν θα μας ενοχλούσε η συμπεριφορά τους, οι αδυναμίες του χαρακτήρα τους. Με τι διάθεση θα εργαζόμασταν! Πόσο θερμά θα προσευχόμασταν! Οι σκέψεις μας θα ήταν πάντα καθαρές, τα λόγια μας μετρημένα, χαριτωμένα.
Να το καταλάβουμε, να το ξεκαθαρίσουμε μέσα μας και να το πιστέψουμε ότι εδώ είμαστε προσωρινοί, «πάροικοι και παρεπίδημοι». Ζούμε εδώ στη γη για κάποια χρόνια που θα περάσουν, θα τελειώσουν. Να μάθουμε λοιπόν να ζούμε με τον πόθο και τη νοσταλγία της επιστροφής μας στην αληθινή πατρίδα μας. Εκεί που θα συναντήσουμε δικά μας πρόσωπα: τον λατρευτό Κύριό μας, την Παναγία Μητέρα μας, τους φίλους και αδελφούς μας Αγίους, τους δικαίους – γνωστούς μας ανθρώπους, για να ζήσουμε αιώνια μαζί τους.