Την Θεία Λειτουργία των Αποστολικών Διαταγών, τέλεσε σήμερα Κυριακή 30 Ιουνίου 2024, ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου, συμπολιούχου Πειραιώς, όπου Ιερούργησε.
Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος σημείωσε πως η Σύναξη των Αγίων Αποστόλων και η μνήμη «των απ’ αιώνος Θεώ ευαρεστησάντων Αγίων» «καταδεικνύουν τα δύο πολυτίμητα στοιχεία της Αγίας μας Εκκλησίας: την Αποστολικότητα και την Μαρτυρική Διαδοχή. Η Αγία μας Εκκλησία στηρίζεται, ακριβώς για την ακεραιότητα του Ευαγγελίου και του μηνύματός της, στον λόγο των Αποστόλων, οι οποίοι είναι οι αυτόπτες και οι υπηρέτες του Θείου Λόγου». Επισημαίνοντας πως «ο λόγος των Αποστόλων δεν είναι δικής τους εμπνεύσεως», αλλά είναι «αυτό που άκουσαν, αυτό που είδαν, αυτό που εψηλάφησαν με τα χέρια τους, αυτό που ο Θεός τους απεκάλυψε δια του Θεανθρώπου Κυρίου μας», υπογράμμισε πως «ο λόγος τους – το κήρυγμά τους δηλαδή – επισφραγίζεται με το αίμα τους. Με τη θυσία της ζωής τους υπογράφεται αυτός ο λόγος, για αυτό και είναι απόλυτα βεβαιωμένος και γνήσιος και αληθινός. Κανένας δεν πεθαίνει για ένα ψέμα. Η Αποστολικότητα, λοιπόν, δεν σημαίνει συντήρηση, ούτε παρελθοντολογία, αλλά ζωή και μετοχή και κοινωνία στο κήρυγμα του Παναγίου Θεού». «Ταυτόχρονα η Αγία μας Εκκλησία, ως πολύτιμη δύναμή της, δεν έχει κοσμικές δυνάμεις, αλλά το αίμα των Μαρτύρων της. Των μιμητών, δηλαδή, του πρώτου Μάρτυρος, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού», είπε στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος, σημειώνοντας παράλληλα πως οι Μάρτυρες της Εκκλησίας μας «βάδισαν επάνω στα δικά Του ίχνη» και η ζωή τους ήταν μία «σταυροαναστάσιμος πορεία». «Οι Μάρτυρες, λοιπόν, και οι Άγιοι της πίστεως είναι ακριβώς τα φωτόμορφα τέκνα της υπερχρονικής Βασιλείας του Θεού. Είναι οι κοινωνοί των Παθημάτων του Κυρίου», πρόσθεσε, τονίζοντας πως «στην Εκκλησία δεν αρθρώνουμε δικό μας λόγο», «αλλά καλούμεθα να είμεθα ηχεία εύχρηστα του Παρακλήτου δια των Αποστόλων και των Θεοφόρων Πατέρων. Και αυτό σημαίνει γνησιότητα και ασφάλεια. Για αυτό και μέσα στην Εκκλησία δεν διακινδυνεύομε τη σωτηρία μας». Αναφερόμενος στην Λειτουργία την «λεγομένη των Αποστολικών Διαταγών», η οποία «προέρχεται από την Αντιοχειανή Λειτουργική παράδοση», τόνισε πως «την τελούμε εις μνημόσυνον αιώνιον των θεοφόρων και θεοκηρύκων Αποστόλων και ως μια πράξη ταπεινής ευγνωμοσύνης στο έργο το οποίο εκείνοι μας χάρισαν και με το αίμα τους προσυπέγραψαν για την αυθεντικότητα και γνησιότητα του κηρύγματος τους». «Η Λειτουργική, λοιπόν, αυτή αναφορά των Αγίων Αποστόλων μας καλεί να είναι η ζωή μας πάντοτε μια ευχαριστία στον Πανάγιο Θεό, γιατί Εκείνος μας έπλασε από απέραντη αγάπη και μας χαρίζει τον εαυτόν Του ‘’λύτρων αντί πολλών’’», συμπλήρωσε. Στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος αφού τόνισε πως «στόχος της ζωής μας» και «πορεία του βίου μας» είναι «να αποβαίνουμε, ημέρα τη ημέρα, εύχρηστοι ναοί του Παναγίου Πνεύματος», επεσήμανε: «Η Αγία μας Εκκλησία τροφοδοτείται διηνεκώς από την Αποστολική Διαδοχή που μας κομίζει το μήνυμα των Αποστόλων, το Ευαγγέλιο Ιησού Χριστού, ανόθευτο, αιώνιο, σωστικό και ταυτόχρονα από τη Χάρη του Παρακλήτου που μας προσφέρεται δια της ειδικής Ιερωσύνης που είναι κανονική διαδοχή της Χάριτος των Αγίων Αποστόλων, αλλά και από τη Μαρτυρική Διαδοχή των Αγίων που μας χαρίζουν ακριβώς τη δυνατότητα να υπερβαθεί η κρίσις του κόσμου αυτού και να γίνουμε θεοειδής και θεοφόροι». Τέλος, ευχήθηκε «η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος» «να καταρτίζει, να αγιάζει, να φωτίζει, να χαριτώνει όλους μας σε αυτόν τον αγώνα τον πνευματικό», κατά τον οποίο, όπως χαρακτηριστικά είπε, «δεν αντιπαλαίουμε σάρκες και αίμα, αλλά τον διάβολο και τα έργα του τα σκοτεινά που στην ζωή μας και την καθημερινότητά μας είναι πολυποίκιλα και καταχθόνια. Στις μέρες μας επιχειρείται να διαστραφεί η πραγματικότητα της Αγίας μας Εκκλησίας με μία κάλπικη και ψευδή αγαπολογία που αποστερείται της αληθείας και μεταβάλλεται σε εύχρηστο όχημα κάθε είδους παραχρήσεως και κάθε είδους δαιμονισμού. Δεν υπάρχει αγάπη χωρίς αλήθεια, όπως και αλήθεια χωρίς αγάπη. Καλούμεθα, λοιπόν, να γίνουμε μιμητές των Αγίων Αποστόλων και πάντων των Αγίων, γιατί για αυτό έχουμε κληθεί σε αυτή τη ζωή: να υπάρχουμε για να αποβούμε Θείας φύσεως μέτοχοι και κοινωνοί και τίποτε το λιγότερο», κατέληξε.