Το ακόλουθο επεισόδιο συνέβηκε στόν Καλαμά, τις πρώτες μέρες της ιταλικής εισβολής, όταν ακόμα οι φασίστες νόμιζαν πως τίποτε δεν μπορούσε να σταματήση την προέλασή τους.
Ένα μικρό μας τμήμα, κατατσακισμένο από την κούρασι, άυπνο μέρες ολόκληρες, είχε μαζευτεί σ’έναν καλαμώνα της αριστεράς όχθης τού ποταμού γιά νά ξαποστάση λίγες ώρες. Οι άνδρες λαγοκοιμόνταν, μα πετάχθηκαν ξαφνικά στο άκουσμα μιας παράξενης, υπερκόσμιας φωνής. Καί είδαν τότε, μέσα στο σκοτάδι που τους περιτριγύριζε, μιάν αχνή οπτασία, μιά γυναίκα με πονεμένη μορφή, μα που το πρόσωπό της αχτινοβολούσε από μιά υπερκόσμια χαρά.
Την γνώρισαν αμέσως, αν και ποτέ δεν την είχαν ξαναδεί: ήταν η Παναγία, που τους μιλούσε:
«Τούτο εδώ είναι το ακρώτατο σημείο όπου θα φτάσουν οι αντίχριστοι. Από εδώ και πέρα, τίποτε δεν θα σταματήσει τη φυγή τους. Και σας λέγω και τούτο ακόμα: μιά μέρα, η Ελλάς θα γίνει το προσκύνημα όλων τών λαών της οικουμένης».
Και το όραμα εξαφανίστηκε. Την επομένη, άρχιζε η αντεπίθεσίς μας, οι Ιταλοί ξαναπερνούσαν τον Καλαμά άρον-άρον και η φυγή τους από τότε δεν έχει σταματημό.