Λίγο πριν πεθάνεις, Κώστα Γιαννακίδη. Κάπου διάβασα ότι ο θάνατος από μακρά ασθένεια σου δίνει, τουλάχιστον, την παρηγοριά των τελευταίων διευθετήσεων. Πρώτα, λένε, απαλλάσσεσαι από το άγχος του θανάτου. Δεν φοβάσαι πλέον μην αρρωστήσεις και χαθείς. Σου συνέβη.
Και μετά αρχίζεις να το συζητάς με τον εαυτό σου, περνάς από την οργή στο συμβιβασμό. Βλέπεις φωτογραφίες μιας ζωής. Αποχαιρετάς φίλους. Λες λόγια που έπρεπε ή δεν έπρεπε να πεις, όταν χαιρόσουν στο τροφαντό σώμα της ζωής. Κάνεις την έξοδό σου μελοδραματική. Ακόμα και εκείνοι, που δεν κατάλαβαν ότι ζούσες, ίσως προσέξουν ότι πεθαίνεις. Αν θέλεις, θα δεις το νεκροθάφτη σου. Και, γιατί όχι; το λάκκο που θα σε παραδώσει στη γη καθαρό από σάρκα. Να βρεις στο… δίκτυο εκείνη τη βουλγάρικη καμινάδα που θα γίνει ο δρόμος σου για το διάστημα. Και, φυσικά, να υποδείξεις πού θέλεις να σε σκορπίσουν, σε ποιο άνεμο και ποια θάλασσα να σε χαρίσουν. Ξέρω άνθρωπο που έχει ζητήσει να τον σνιφάρουν. Σκέτο. Ποιος μπορεί να πει όχι σε ένα μελλοθάνατο;
Από την άλλη, ο ξαφνικός θάνατος, εκείνος που έρχεται μαζί με ένα μάρμαρο στο κεφάλι, ο σιωπηρός, που σε παίρνει όταν κοιμάσαι, ο βιαστικός της καρδιάς, δεν σου αφήνει χρόνο σχεδόν για τίποτα. Το πολύ να καταλάβεις ότι πεθαίνεις, να λερώσεις τα παντελόνια σου, ενώ η επιθανάτια αγωνία σκεπάζει κάθε σκέψη λίγο πριν ο εγκέφαλος κάψει ασφάλεια. Ναι, βέβαια, δεν πόνεσες, δεν ταλαιπωρήθηκες πολύ και δεν έσυρες την οικογένεια στο μαρτύριο. Όμως δεν είχες ούτε ένα λεπτό για να γυρίσεις πίσω, να απλώσεις τις σκηνές της ζωής σου σε ένα τραπέζι που πιάνει από το φως μέχρι το σκοτάδι. Αυτό δείχνει άδικο. Ακόμα και εκείνοι που πεθαίνουν στο απόσπασμα παίρνουν μία τελευταία τζούρα. Και όμως αυτός ο θάνατος κρύβει στα σκοτάδια του ένα δώρο: δεν έχεις το χρόνο να καταλάβεις ότι άλλη ζωή έπρεπε να ζήσεις και άλλη ζωή έζησες.
Διαβάζω στον Guardian για την Bronnie Ware, μία νοσοκόμα από την Αυστραλία που περιέθαλψε, για αρκετά χρόνια, ανθρώπους στις τελευταίες εβδομάδες της ζωής τους. Η νοσοκόμα καθόταν δίπλα στο νεκροκρέβατο και άκουγε λόγια που έβγαιναν πάνω στις τελευταίες ανάσες ζωής. Και κατέγραψε τα πέντε πράγματα για τα οποία μετανιώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι λίγο πριν επιστρέψουν στην ανυπαρξία.
«Έπρεπε να ζήσω όπως θέλω εγώ, όχι όπως ήθελαν οι άλλοι». Και το χειρότερο είναι πως παραδέχονται ότι για τα όνειρα που δεν έγιναν στην πραγματικότητα ευθύνονται οι ίδιοι. Οικτίρουν, βέβαια, τον εαυτό τους επειδή νόμιζαν ότι έχουν χρόνο. Αλλά, από την άλλη, αυτή η αίσθηση δεν είναι που μας κρατάει στα πόδια μας;
«Δεν έπρεπε να έχω δουλέψει τόσο σκληρά». Ω, ναι. Δουλεύεις για να ζεις, όμως στο τέλος διαπιστώνεις ότι έζησες για να δουλεύεις. Και μετράς πόσες μέρες, πόσες ώρες έκαψες για να πετύχεις κάτι που τώρα σου φαίνεται μάταιο, ευτελές.
«Έπρεπε να εκφράζω περισσότερο τα συναισθήματά μου». Δεν έχεις άδικο. Το έκανες αγοράζοντας σιωπή και αποδοχή. Επιβίωση.
«Έπρεπε να έχω δώσει περισσότερο χρόνο στους φίλους μου». Όλοι, διηγείται η καλή νοσοκόμα, μετανιώνουν επειδή δεν έδωσαν χρόνο σε φιλίες ή απομακρύνθηκαν από φίλους. Ίσως φταίει η εξιδανικευμένη αίσθηση που έχουμε περί φιλίας. Και αν είναι σαν τον έρωτα;
«Έπρεπε να αφήσω τον εαυτό μου να αισθανθεί πιο χαρούμενος». Όταν πεθαίνεις (ή όταν μεγαλώνεις πολύ) καταλαβαίνεις ότι η χαρά είναι επιλογή. Τι συμβαίνει, όμως, όταν παίρνεις χαρά δείχνοντας στους άλλους πόσο λυπημένος είσαι; Πώς τη σηκώνεις αυτή την κατάρα μια ζωή;
Υποθέτω θα κάνετε τις σχετικές ερωτήσεις στον εαυτό σας. Πιθανότατα θα προσπαθήσετε να τον ξεγελάσετε λειαίνοντας τις γωνίες από τις απαντήσεις που θα σας δώσει. Και μετά θα του πείτε ότι, εντάξει, για όλα αυτά υπάρχει χρόνος, σχέδια γραμμένα όχι σε κανένα χαρτί, αλλά στην ψυχή σας την ίδια. Όλα θα γίνουν και όλα θα πάνε καλά. Ο θάνατος είναι ακόμα μακριά. Αν έρθει ποτέ.