Πεποίθησή μου είναι ότι πολλοί από αυτούς που εφαρμόζουν τις αρετές δε γνωρίζουν καθαρά μερικά πρωταρχικά πράγματα σε σχέση με τις αρετές. Συγκεκριμένα, πολλοί από τους χριστιανούς δε προσέχουν ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όταν μιλούσε για τη μία η την άλλη από τις αρετές, δεν αναφέρθηκε ποτέ σε μία κατηγορία ανθρώπων, αλλά έστρεψε το λόγο προς όλους τους ανθρώπους χωρίς καμία διάκριση.
Όταν είπε για παράδειγμα : «άρατε τον ζυγόν μου εφ᾿ υμάς και μάθετε απ᾿ εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών» και «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται», είπε αυτά τα λόγια προς όλους όσοι είναι σε θέση να τα γνωρίσουν. Δηλαδή άνθρωποι κάθε ηλικίας, κάθε επιπέδου μόρφωσης. Και βέβαια δεν εξαίρεσε καμία κατηγορία ανθρώπων, άνδρες η γυναίκες, παιδιά η ενήλικες, μορφωμένους η αγράμματους, ανθρώπους που ζουν σε απομόνωση και άλλους που ζουν μέσα στην κοινωνία.
Σε όλους απηύθυνε αυτά τα λόγια, χωρίς διάκριση και από όλους περιμένει την εκπλήρωσή τους. Σε μερικούς χριστιανούς που ζουν μέσα στο κόσμο και γνωρίζουν ότι υπάρχουν ομάδες ανθρώπων που ζουν στα μοναστήρια αλλά και σε μερικά μοναχικά άτομα που ζουν μέσα στον κόσμο σε μια απομόνωση χάριν του Θεού, τους φαίνεται ότι αυτοί που ζουν στην ησυχία που προσφέρεται στα μοναστήρια είναι πιο ευνοημένοι από ο,τι εκείνοι που ζουν μέσα στον κόσμο. Έτσι πιστεύουν ότι είναι πιο εύκολο στους μοναχούς να εφαρμόσουν τις αρετές. Όμως στην πραγματικότητα οι αρετές δε συνδέονται με τον τόπο που βρίσκεσαι αλλά με σένα τον ίδιο. Για να το πούμε αλλιώς, η αρετή δε συνδέεται με τον τόπο αλλά με τον άνθρωπο.
Είναι ολοφάνερο ότι, όταν βρίσκεσαι ενώπιον κάποιων ανεπιθύμητων καταστάσεων, ανάμεσα σε ανθρώπους με τους οποίους δεν μπορείς να συνεννοηθείς και οι οποίοι μερικές φορές μπορεί να ανήκουν ακόμη και στην ίδια σου την οικογένεια, όταν η ατμόσφαιρα δημιουργείται από διαφορετικό επίπεδο παιδείας, ηθικής ζωής, κοινωνικής τάξεως κ.λπ., γενικά όταν δεν είναι τα πράγματα για σένα ευνοϊκά, τότε σου έρχεται η σκέψη ότι άλλοι στη θέση σου θα ήταν πιο ευνοημένοι από ό,τι εσύ ο ίδιος. Παρά ταύτα, τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Οι μόνοι ευνοημένοι είναι οι άνθρωποι που έφτασαν σε θεμελιώδεις θρησκευτικές πεποιθήσεις, σε μια θρησκευτική-ηθική ζωή έντονη. Και τούτο, γιατί γι’ αυτούς τους ανθρώπους δεν υπάρχει πλέον εναλλαγή ή δίλημμα , αφού αυτοί γνωρίζουν να εκδηλώνονται ως «αυτοί που είναι του Χριστού», Οποίος υπάρχει πάντοτε και σε κάθε τόπο.
Είναι γνωστό ότι αυτοί που επιδιώκουν να φτάσουν στην πνευματική τελείωση πρέπει κατ’ εξοχήν να προσέχουν δύο αρετές: την αγάπη, «ἐπὶ πᾶσιν δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην» και την ταπείνωση, αφού ελέχθη ότι «τελειότητα είναι βυθός ταπείνωσης» ( Αγ. Ισαάκ ο Σύρος). Αν σκεφτούμε ότι τα μέτρα με τα οποία βιώνονται αυτές οι αρετές είναι πολύ διαφορετικά και αν σκεφτούμε ότι ο Χριστός μας όρισε κάποιες αρχές ανώτερες από αυτές που μπορούμε εμείς να σκεφτούμε και να εφαρμόσουμε – «τέλειοι γίνεσθε, καθώς και ο ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστι»- και ότι ικανοποιείται και με το ελάχιστο που μπορούμε να προσφέρουμε σύμφωνα με τις δυνάμεις μας, έχουμε λόγους να ελπίζουμε στο έλεος και τη βοήθεια του Θεού.
Το σημαντικό είναι να ξέρουμε πώς θα ακολουθήσουμε τις αρετές μέσα στις συνθήκες που έχουμε ο καθένας. Έτσι, για παράδειγμα, σε σχέση με την ταπείνωση είναι καλό να ξέρουμε ότι σύμφωνα με το λόγο ενός στοχαστή του Θεού ( Άγιος Φραγκίσκος de Sales) «η ταπείνωση είναι η αρετή που δε φαίνεται». Δηλαδή η αρετή που δεν προβάλλει τον εαυτό της, της οποίας όμως η ύπαρξη είναι αναμφισβήτητη μέσα στη ζωή αυτού που την έχει. Πιστεύω ότι δε χρειάζεται να μπω σε λεπτομέρειες , λέγοντας ότι άλλο είναι η ταπείνωση της Θεοτόκου ή του Πατριάρχη Αβραάμ και άλλο είναι η ταπείνωση του Τελώνη και του Φαρισαίου ή της αμαρτωλής γυναίκας στο σπίτι του φαρισαίου Σίμωνα. Αυτό που μας ενδιαφέρει τώρα είναι πώς είναι δυνατόν να εκδηλωθεί μέσα στην κοινωνία, στον κοινωνικό περίγυρο, ένας ταπεινός χριστιανός, τηρώντας το καθήκον και τις πραγματικές υποχρεώσεις του.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ένας αληθινός πιστός, που επιδιώκει να στολιστεί με την ταπείνωση, είναι το να ζει μια ομαλή ζωή, κατά την οποία με τη θέλησή του να μην επιδεικνύεται ούτε ως καλός ούτε ως κακός. Δεν είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει σε κανέναν ως προς το ποιο μέτρο ταπείνωσης έφτασε και πόσο ακόμη του απέμεινε για το απόγειο της ταπείνωσης. Γι’ αυτό θα πρέπει να αποφεύγει οποιονδήποτε λόγο τον εμφανίζει ως αμαρτωλό ή ως ενάρετο. Προσωπικά είμαι αντίθετος με τον τρόπο που εκδηλώνονται ιδιαίτερα κάποιοι μοναχοί, οι οποίοι , όταν συστήνονται, κοντά στο όνομά τους επιμένουν να προσθέτουν το «ο αμαρτωλός» ή «η αμαρτωλή» .
Επομένως, να αποφεύγεται οποιοσδήποτε ασυνήθιστος τρόπος ομιλίας, κάθε τρόπος ομιλίας που θα μας πρόβαλλε στους γύρω μας. Το ίδιο να αποφεύγεται και οποιαδήποτε συμπεριφορά θα μας έβγαζε στη θέα και την προσοχή των γύρω μας. Επομένως, να αποφεύγονται τα άκρα και οι εκκεντρικότητες οποιασδήποτε μορφής.
Πάρα πέρα, οι ταπεινοί χριστιανοί ή όσοι αγωνίζονται να στολιστούν με την ταπείνωση να μην παραβλέπουν ποτέ την πραγματικότητα με την οποία συνδέεται η ύπαρξή τους, δηλαδή να μην έχουν αναστολές, όταν καλούνται να φανερώσουν την διανοητική τους καλλιέργεια, τη συνέπεια και τις επαγγελματικές δεξιότητες. Δε λέω να επαίρονται γι’ αυτά, αλλά να τα εκδηλώνουν αποφασιστικά, όταν αυτό απαιτείται.
Αν ένας πιστός κατέχει μία υπεύθυνη θέση, έχοντας την ευθύνη να δίνει εντολές, τότε πρέπει να συντονίζει , να ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του, χωρίς να αναλογίζεται καμία προσωπική αναξιότητα. Οι αναξιότητές του αναφέρονται στη σχέση του με το Θεό , ενώ η εκπλήρωση του καθήκοντος που επιβάλλεται από την υπηρεσιακή θέση που κατέχει είναι μία υπόθεση που σχετίζεται με την κοινωνία και την καλή πορεία της. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν μερικοί ιερείς που δεν αφήνουν τους χριστιανούς να τους φιλούν το χέρι, σαν να θεωρούν ότι δεν είναι άξιοι να τους φιλούν το χέρι. Οι χριστιανοί φιλούν το χέρι του ιερέα ως σημείο τιμής για την ιεροσύνη που έχει, αφού οι χριστιανοί γνωρίζουν ότι οι ιερείς είναι «οι άνθρωποι του Θεού». Δεν είναι σωστό κάποιος , όντας ιερέας, να εκδηλώνει επιφύλαξη ή να αποφεύγει να δέχεται την τιμή που του αποδίδουν.
Εδώ στο μοναστήρι μας είχαμε συμμοναστή επί 27 χρόνια τον Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη Ιωάννη Ντίνου. Από αυτόν έμεινε ως παρακαταθήκη ο λόγος «ταπεινός είναι αυτός που κρατάει τη θέση του», αυτή που του έδωσε η εκκλησία ή η κοινωνία. Η τεκμηρίωση ήταν ότι «αν δεν κρατάς εσύ τη θέση σου, τότε ούτε αυτός που στέκει δίπλα σου δεν ξέρει τι να κάνει», πράγμα που σημαίνει ότι έτσι δημιουργείται μία αταξία.
Επομένως, δεν είναι αξεπέραστη η δυσκολία του να είσαι ταπεινός μέσα στην κοινωνία, μέσα στις συνθήκες που επιβάλλει η θέση σου, αλλά η μεγάλη στενοχώρια είναι ότι δεν έχουμε μία διάκριση για τα πράγματα. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε . Μας φαίνεται ότι δεν είμαστε στις θέσεις μας και μέσα στους στόχους μας, αν δεν έχουμε μία επιφύλαξη, αν δεν βγάζουμε το ανικανοποίητο για τη συγκεκριμένη θέση που κατέχουμε. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό και ούτε αυξάνει την ταπείνωση. Να στέκεσαι στη θέση σου, στο ρόλο που έχεις, όπου σε τοποθέτησε η εκκλησία και η κοινωνία και τότε να είσαι σίγουρος ότι όχι μόνο δεν θα χάσεις την ταπείνωση αλλά θα την αυξήσεις.
Ακόμη, υπάρχουν κάποιοι χριστιανοί που πιστεύουν ότι υπηρετούν την προσωπική τους ταπείνωση, όταν αρχίζουν και αμφισβητούν τα καλά που κάνουν. Ούτε αυτό υπηρετεί την ταπείνωση. Ασφαλώς τα καλά έργα πρέπει να τα σκεπάζουμε με την ταπείνωση, δηλαδή να μην επαινούμαστε γι’ αυτά .Αλλά όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε το δικαίωμα να τα αμφισβητούμε. Για παράδειγμα, μερικοί χριστιανοί δεν έχουν το θάρρος να ομολογήσουν ότι νηστεύουν και, αντί να πουν ότι νηστεύουν, δικαιολογούνται ότι κάνουν δίαιτα. Είναι μία εσφαλμένη σκέψη να φαίνεσαι αλλιώς τη στιγμή που θα έπρεπε να πεις καθαρά ότι νηστεύεις, ότι είσαι αποφασισμένος να κάνεις αυτό το πράγμα πάντοτε, γιατί αυτή είναι η πεποίθησή σου.
Δε χρειάζεται απαραίτητα να δίνουμε εξηγήσεις, αλλά πρέπει να έχουμε απόψεις καθαρές και πνευματικά τεκμηριωμένες, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον στο οποίο η έμπρακτη θρησκευτική ζωή είναι κάτι το αδιάφορο ή θεωρείται κάτι κατώτερο. Το ίδιο πρέπει να σκεφτόμαστε και για την αρετή της αγάπης και για οποιαδήποτε αρετή.
Πηγή: «Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν
Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια:
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης
Εκδόσεις ΑΘΩΣ