Η ενασχόληση και ουσιαστική πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να καταργήσει την Σαρία στη Θράκη είναι ίσως ένα βήμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία κατάφορα παραβιάζονταν στην Θράκη. Την στιγμή που την Σαρία δηλαδή τον Ισλμαμικό νόμο, τον επέβαλλαν ιεροδίκες και πολλές φορές μεριμνούσαν υπέρ των ανδρών βάζοντας τις γυναίκες δε δεύτερη μοίρα, αυτό από μόνο του αποτελεί καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Άλλες φορές πάλι οι αποφάσεις αυτές ήταν υποκειμενικές και αυτό δημιουργούσε σαφή προβλήματα στην κοινωνία.
Τι εννοούμε με τον όσο Σαρία, πότε θεμελιώθηκε και από που είναι εμπνευσμένη;
Με τον όρο Σαρία (αραβικά: شريعة, προφέρεται: [ʃaˈriːʕa]) ή Ισλαμικός Νόμος εννοείται ο ισλαμικός θρησκευτικός κώδικας διαβίωσης. Είναι εμπνευσμένη από το Κοράνιο[1] και χρησιμοποιείται ως αναφορά στο ισλαμικό δίκαιο, αλλά και τον ισλαμικό τρόπο ζωής γενικότερα[2]. Ετυμολογικά σημαίνει ο δρόμος προς την πηγή ύδατος από το ρήμα «shara'a» (شرع), που σύμφωνα με το Λεξικό του Ιερού Κορανίου του Αμπντούλ Μανάν Ομάρ σχετίζεται με την ιδέα ενός συστήματος θείου νόμου, μιας ατραπού πίστης και πρακτικής.
Η Σαρία θεμελιώνεται καταρχήν στον 7ο αι. στο Κοράνιο και τη Σουνά, δηλαδή τις ρήσεις, τις πρακτικές και τις διδασκαλίες του προφήτη Μωάμεθ[3]. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι σε κανένα δίκαιο δεν υφίσταται η έννοια της παρθενογένεσης η Σαρία φέρεται ενίοτε ως σύστημα που έχει δεχθεί επιρροές από το ρωμαϊκό δίκαιο, δεδομένου ότι αναπτύχθηκε κυρίως τον 8ο αι. σε περιοχές της άλλοτε ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως και σε χριστιανικές περιοχές του Ιράκ, στις οποίες οι μουσουλμανικές κοινότητες χρειάστηκε να διαμορφώσουν το δικό τους δίκαιο, πολύ πριν επηρεάσει η αρχαιοελληνική φιλοσοφία την ισλαμική θεολογία. Άλλωστε σχολές δικαίου με την αυστηρή έννοια του όρου ξεπήδησαν στη Συρία και το Ιράκ πριν το τέλος του Χαλιφάτου των Ομαγιαδών, περίπου το 750[4]. Σε όλες τις περιόδους της ιστορίας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο η συναίνεση της μουσουλμανικής κοινότητας στον καθορισμό και τη χρήση αυτού του θεολογικού ουσιαστικά εγχειριδίου.
Αναπτυσσόμενη σχεδόν δύο αιώνες μετά τον θάνατο του Μωάμεθ, το 632, η Σαρία ακολούθησε την ανάπτυξη της ισλαμικής αυτοκρατορίας στη βόρεια Αφρική δυτικά και την Κίνα ανατολικά. Λαμβανομένου υπ' όψιν ότι ο προφήτης Μωάμεθ θεωρείτο ο ευσεβέστερος των πιστών, η ζωή του και οι τρόποι του έγιναν πρότυπο για τους μουσουλμάνους και καταγράφηκαν από λογίους στο Χαντίθ[5]. Δεδομένου ότι κάθε διακριτή κοινότητα προσπάθησε να συμφιλιώσει τα τοπικά ήθη με το Ισλάμ, η χαντίθ λογοτεχνία αναπτύχθηκε σε ξεχωριστές σχολές ισλαμικής σκέψης: Από αυτές ξεχωρίζουν οι σουνιτικές σχολές, Χανμπαλί, Μαλίκι, Σαφί'ι και Χαναφί και οι σιιτική σχολή Τζα'φαρί.
Σημαντική για την ανάπτυξη της Σαρία υπήρξε η διαφωνία ανάμεσα σε δύο από τους ιδρυτές της, τον Μαλίκ ιμπν Ανάς και τον μαθητή του Ιμπν αλ-Σαφ'ί στο ζήτημα της αξιοπιστίας των διάφορων Χαντίθ[6]. Ο Μαλίκ ιμπν Ανάς χρησιμοποίησε επιπλέον πηγές για τη διαμόρφωση της σαρία, όπως ο πρακτικός βίος των Μεδινέζων, καθώς δυνητικά οδηγούσε πίσω στον βίο του Προφήτη. Η πηγή του αμφισβητήθηκε από πολλούς λογίους, καθώς η συναίνεση δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στις εθιμικές πρακτικές των κατοίκων της Μεδίνας, αποκλείοντας τους υπόλοιπους μουσουλμάνους[7]. Ο Ιμπν αλ-Σαφ'ί θεώρησε πως ήταν αναγκαίο να διερευνήσει κάθε «χαντίθ» ξεχωριστά, από την εποχή του Μωάμεθ και πέρα. Επί μακρόν οι ισλαμιστές λόγιοι ασχολήθηκαν με το ποιο «χαντίθ» είναι αληθές και ποιο όχι, γεγονός που οδήγησε σε συγκρούσεις για την ορθή εφαρμογή του νόμου της σαρία. Οι πρωτοποριακές τεχνικές που εισήγαγε ο Αλ-Σαφ'ί ήταν:
Η αναλογική αιτιολόγηση για την ανάπτυξη νέων νόμων από τους ήδη υπάρχοντες.
Η τεχνική της αποδοχής της συναίνεσης μια μουσουλμανικής κοινότητας, με αιτιολογία ότι ο Αλλάχ δε θα επέτρεπε να είναι μια ολόκληρη μουσουλμανική κοινότητα λανθασμένη σε ζητήματα βασικών ισλαμικών αρχών.
Πρωτοπόρα μορφή της διαμόρφωσης του ισλαμικού νόμου υπήρξε ο ιμάμης Αμπού Χανίφα, ιδρυτής της σχολής Χαναφί. Η σχολή Χαναφί και η σχολή Μαλίκι είναι οι πρώτες που καταγράφονται σε διαφορετικά νομικά συμπιλήματα, με σημαντικές διαφορές μεταξύ τους εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι αναπτύχθηκαν σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Σαρία δεν εφαρμόζεται παρά μόνο στην Ελληνική Θράκη όπου οι Μουσουλμάνοι Έλληνες έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στο ιεροδικείο (Μουφτής) Κομοτηνής, Ξάνθης ή Διδυμοτείχου σε υποθέσεις γάμου, διαζυγίου, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, επιτροπείας, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Απόφαση του Αρείου Πάγου του 2013 ή μη τι άλλο επεκτείνει την εφαρμογή της Σαρίας.
Στη Βρετανία έχουν θεσμοθετηθεί τα "Ισλαμικά Διαιτητικά Δικαστήρια" (Muslim Arbitration Tribunals) στα πλαίσια του βρετανικού Νόμου περί Διαιτησίας του 1996. Οι αρμοδιότητές τους είναι η εξωδικαστική επίλυση διαφορών κυρίως σε θέματα εμπορικά. Επίσης υπάρχουν τα "Συμβούλια Σαρία" (Islamic Sharia Councils) όπου μουσουλμάνοι μπορούν να ζητήσουν συμβουλές για θρησκευτικά θέματα και πιστοποιητικά ισλαμικού διαζυγίου. Αυτά τα συμβούλια έχουν κατηγορηθεί ότι εκδίδουν αποφάσεις κάνοντας διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και παραβιάζοντας το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Στη Θράκη 150.000 μέλη της υπόκεινται στον ισλαμικό νόμο σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, η οποία ρυθμίζει επίσης τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία.
Η Θράκη είναι η μοναδική περιοχή στην Ευρώπη, όπου όχι μόνο εφαρμόζεται η σαρία, αλλά υπερισχύει του εθνικού δικαίου. Πρόκειται για μια ήπια εκδοχή της, αλλά και πάλι δεν παύει να δημιουργεί ζητήματα, όπως οι γάμοι μεταξύ ανηλίκων, η αυτόματη ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων στον πατέρα σε περίπτωση διαζυγίου, η μικρότερη κληρονομική μερίδα για τις γυναίκες, καθώς κι ένα απαρχαιωμένο σύστημα εκπαίδευσης.
Η ελληνική Σαρία εφαρμόζεται μέχρι σήμερα με βάση τον νόμο 1920/1991, ο οποίος αντικατέστησε τον πολύ παλαιότερο νόμο του 1920 (που είχε σκοπό την προστασία των παραδόσεων της μουσουλμανικής μειονότητας) και ο οποίος αναθέτει στους μουφτήδες Ξάνθης, Κομοτηνής και Διδυμότειχου την εκδίκαση όλων των οικογενειακών και κληρονομικών διαφορών των Ελλήνων μουσουλμάνων, δημιουργώντας έτσι την πρωτοτυπία της μετατροπής ενός θρησκευτικού ηγέτη, του μουφτή, σε ιεροδίκη.