Στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης ήταν τον παλιό καιρό ένα ησυχαστήριο γυναικών. Κάποτε η προεστώσα έστειλε μια νέα μοναχή στην πόλη για υπηρεσία.
Εκείνη από συνεργεία διαβολική έπεσε σε βαρύ σφάλμα. ‘Ύστερα, απελπισμένη από την πτώση της, δε γύρισε αμέσως στο ησυχαστήριο.
Έμεινε στον κόσμο και παρασύρθηκε σ’ έκλυτη ζωή. Γρήγορα όμως αηδίασε την αμαρτία και, μετανοημένη ειλικρινά για το κατάντημα της, πήρε το δρόμο της επιστροφής. δεν ξέρουμε όμως γιατί ο Θεός δεν επέτρεψε να πατήσει το πόδι της μέσα στον Παρθενώνα. Μόλις έφθασε στην εξώθυρα, έπεσε κάτω νεκρή.
Το γεγονός έκανε μεγάλη εντύπωση στις μοναχές και στους Πατέρες που ασκήτευαν εκεί γύρω. ΄Όλοι αμφέβαλλαν για τη σωτηρία της.
Ένας άγιος Ερημίτης όμως που έμενε σε μια σπηλιά στην κορυφή του βουνού διηγήθηκε αργότερα το δράμα που είδε, καθώς προσευχόταν, τη στιγμή ακριβώς που η μετανοημένη μοναχή έπεσε νεκρή. Άγγελοι από τον Ουρανό κατέβαιναν να παραλάβουν την ψυχή της, αλλά και πλήθος πονηρά πνεύματα μαζεύονταν από παντού για να την αρπάξουν. Τότε έγινε μεγάλη φιλονικία ανάμεσα στα αγαθά και στα πονηρά πνεύματα. Οι δαίμονες απαιτούσαν την ταλαίπωρη ψυχή που τόσον καιρό δούλευε στην αμαρτία. Οι Άγιοι Άγγελοι βεβαίωναν πώς είχε μεταμεληθεί και γι’ αυτό ήταν άξια σωτηρίας.
– Πού είναι η μετάνοιά της; αντιλογούσαν τα πονηρά πνεύματα. Αφού ούτε να μπει στο Μοναστήρι της πρόλαβε και τη βρήκε ο θάνατος έξω από την πόρτα.
– Άφ’ ότου είδε ο Πανάγαθος Θεός τη θέλησή της να κλίνει στη διόρθωση, δέχτηκε την μετάνοιά της, αποκρίθηκαν οι Άγγελοι. Η ψυχή είναι κυρία της θελήσεώς της, της δε ζωής και του θανάτου ο πάντων Δημιουργός και κυρίαρχος Θεός.
Έτσι οι δαίμονες έφυγαν νικημένοι, ενώ οι Άγιοι Άγγελοι με χαρά οδήγησαν την ψυχή στα Ουράνια.