Δεν φθάνει να μη σκεφτόμαστε το παρελθόν. Στην παρούσα φάση δεν ισχύει το «περασμένα-ξεχασμένα». Πρέπει να θυμόμαστε για να μετανοούμε. Η ανάμνηση χρειάζεται συγχώρηση.
Να συγχωρέσουμε εγκάρδια όσους θίξαμε, πονέσαμε, στενοχωρήσαμε, λυπήσαμε, αδικήσαμε και αποδιώξαμε. Να μας συγχωρέσει και ο Θεός δια του πνευματικού, που δέχθηκε την αβίαστη και καθαρή εξομολόγησή μας.
Ακόμη πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να δεχθούμε και τη συγχώρεση που μας ζητά ο άλλος, όχι γιατί ταπεινώνεται σ’ εμάς, αλλά γιατί ελευθερώνεται η καρδιά του από το πάθος της κακίας. Μερικές φορές είναι τόση η κρυφή υπερηφάνεια μας που δεν μας αρέσει που ο άλλος έρχεται πρώτος να συγχωρεθεί. Θέλουμε κατά κάποιο τρόπο να ΄μαστε οι πρωταγωνιστές και αυτού του ιερού έργου. Τι απύθμενο μυστήριο είναι η καρδιά του ανθρώπου!
Μερικοί άνθρωποι δυσκολεύονται πολύ στην εξομολόγηση. Δεν ξέρουν τί να πουν και πώς να το πουν. Νομίζω πως δεν δίνουν σημασία στην καθαρότητα της καρδιάς. Ποιος μπορεί ποτέ να ισχυριστεί ότι οι σκέψεις, οι λογισμοί, οι κινήσεις της καρδιάς ήταν πάντα άψογες και καθαρές; Ότι η καρδιά του δεν σκοτείνιασε , υποκύπτοντας σε ρυπαρούς λογισμούς, ακάθαρτες και μάταιες σκέψεις; Αν πηγαίνουμε στην εξομολόγηση και δεν ξέρουμε τί να πούμε σημαίνει ότι δεν έχουμε συλλογισθεί καλά για το πού πλασθήκαμε, πού εκπέσαμε, πού βρισκόμαστε, τί κάνουμε και με ποιους συγκρινόμαστε. Πηγαίνοντας και ξαναπηγαίνοντας στην εξομολόγηση και λέγοντας συνεχώς τα ίδια και τα ίδια σημαίνει ότι δεν έχω μετανοήσει πραγματικά , δεν έχω μισήσει την αμαρτία και δεν έχω ανοίξει παράθυρο στην καρδιά μου να πάρει λίγο αέρα. Δικαιολογούμαστε λοιπόν και συνεχίζουμε την ίδια κατάσταση , μένοντας όμως έτσι σ’ ένα δίχως προκοπή πνευματικό σημειωτόν.
Να μπορούσαμε , αδελφοί μου, να δούμε με μεγαλύτερη προσοχή τις σκέψεις, τις κινήσεις, τις πράξεις και τις κουβέντες μας. Η απροσεξία δημιουργεί ένα βάρος στην καρδιά μας, που μας δυσχεραίνει πολύ. Το άσχημο είναι ότι και με τον καιρό η εσωτερική αυτή ακαταστασία δικαιολογείται, ανέχεται και καμιά φορά συνηθίζεται όπως η ακαταστασία του δωματίου μας. Η αδιαφορία στις καθημερινές μας αμαρτίες είναι επικίνδυνη. Στην εξομολόγηση συνήθως δεν δίνεται μεγάλη σημασία στις πολλές μικρές αμαρτίες , που όλες μαζί δημιουργούν ένα βαρύ φορτίο. Κάθε εξομολόγηση θα μπορούσε να γινόταν σαν να είμαστε στα πρόθυρα του θανάτου. Θα ήταν πιο προσεκτική τότε και πιο αποτελεσματική. Ενώ με τη βοήθεια του Θεού λυτρωθήκαμε από μεγάλα πάθη μένουμε δεσμευμένοι σε μικρά και χάνουμε τη χαρά της ελευθερίας των τέκνων του Θεού.
Κάποιες σκέψεις τύψεων δεν αποτελούν πάντοτε μετάνοια. Είναι γεγονός πως μπορούμε να περάσουμε μεγάλο μέρος της ζωής μας κατηγορώντας σκληρά τον εαυτό μας για διάφορα άπρεπα που διαπράξαμε δίχως να διορθωθούμε ουσιαστικά. Μόνες οι τύψεις δεν μας σώζουν, παρά μόνο το άπειρο έλεος του Θεού , που μας οδηγεί στη συντριβή της καρδιάς. Ζητάμε την καθαρότητα της καρδιάς, μας δίνονται ευκαιρίες μα δεν τις αρπάζουμε να τις εκμεταλλευθούμε. Χρειάζεται να γίνει αυτό το «κλικ» στην καρδιά μας, όπως είπαμε, να πάθουμε ένα σοκ, για ν’ ανασυνταχθούμε και ν’ αρχίσουμε την αρετοκαλλιέργεια, για να φωτισθεί η καρδιά μας , να χαρεί ,να ειρηνεύσει και ησυχάσει. Ένας είχε για πολύ καιρό λόξυγκα και με το που μια στιγμή τρόμαξε, του έφυγε.
Λέμε στην προσευχή μας «γεννηθήτω το θέλημά σου», μα φαίνεται δεν το εννοούμε. Δεν ποιούμε το θέλημα του Θεού συνήθως αλλά το δικό μας . Και τις λίγες φορές που το πράττουμε, είναι γιατί μάλλον συμφωνεί με το δικό μας θέλημα.
Αν παρουσιασθεί ο Χριστός θα πέσουμε ασφαλώς να τον προσκυνήσουμε και θα μετανοήσουμε για όλα αμέσως. Αν έλθει όμως στη θέση του ο πικραμένος αδελφός μας θα τον διώξουμε, δεν θα τον ανεχτούμε, δεν θα μετανιώσουμε που τον πικράναμε, θ’ αποστρέψουμε από πάνω του το βλέμμα μας. Η παρουσία του θα μας είναι αχρείαστη και μάλιστα αρκετά ενοχλητική.
Θα συγχωρηθούμε από τον Θεό, όχι γιατί το αξίζουμε λίγο ή πολύ, αλλά γιατί είναι απέραντη η αγάπη του. Από αγάπη λοιπόν κι εμείς θα πρέπει να συγχωρούμε αμέσως τον πλησίον. Όχι γιατί ξεχάσαμε τί μας έκανε, αλλά γιατί είναι αδελφός μου, γιατί δεν μπορώ να ζήσω δίχως αυτόν και τον αποδέχομαι όπως είναι και όποιος κι αν είναι. Θα ήταν παράδεισος η ζωή αν μπορούσαμε να συμπεριφερόμαστε έτσι. Να στηρίζουμε με την υπομονή , την πραότητα, τη συγχωρητικότητα, την αγάπη και την ταπείνωση τους άλλους, τους γύρω μας, τους πλησίον. Να τους συγχωρούμε ακόμη και χωρίς να διορθωθούν καλά-καλά. Όπως φερόμαστε στους άλλους έτσι θα μας φερθεί και ο Κύριος.
Οι διαπροσωπικές σχέσεις έχουν χάσει την απλότητα, την ειλικρίνειας, την πραγματική αγάπη ,το ανυπόκριτο και νηφάλιο. Αυτή η κατάσταση επικρατεί και στο εξομολογητήριο. Προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε, να βγούμε «λάδι» ,να καθυστερήσουμε, να μην ομολογήσουμε θαρρετά την ήττα μας. Στην εξομολόγηση πηγαίνουμε να καταθέσουμε βασικά τη δική μας αμαρτία και όχι των άλλων. Πώς βλέπουμε εμείς τους άλλους και όχι πώς μας βλέπουν εκείνοι. Ο Κύριος δεν μακαρίζει αυτόν που όλοι τον επαινούν. Πρέπει να γίνουμε πιο αυστηροί και ειλικρινείς με τον εαυτό μας, πάντοτε, αλλά περισσότερο την ώρα της εξομολογήσεως. Μερικές φορές , ας το πούμε κι αυτό, δεν θέλουμε την αποκάλυψη όλης της αλήθειας του Χριστού στη ζωή μας, για να μη πιεσθούμε, να μη δυσκολευθούμε πολύ, να μην απαρνηθούμε τον εαυτό μας.
Οι καρδιές μας είναι συχνά-πυκνά από περιττά πράγματα . Έχουμε κτίσει αποθήκες για πολλά αχρείαστα. Ο Θεός ζητά από μας καρδιά καθαρή. Η πραμάτεια μας είναι φθαρμένη και σκονισμένη. Την αγαπάμε και τη συντηρούμε εντούτοις προσεκτικά. Τί να κάνουμε; Να καθαρίσουμε και ν’ απολυμάνουμε τον χώρο της καρδιάς μας. Πώς θα γίνει; Με τον εντοπισμό όσων βαραίνουν , ενοχλούν και δυσκολεύουν τη ζωή μας. Ποια είναι αυτά; Τα ολέθρια αντίθεα πάθη. Λέει ο όσιος Θεόδωρος Εδέσσης στη Φιλοκαλία: «Τρία είναι τα γενικότερα πάθη, μέσω των οποίων γεννιούνται όλα τα άλλα: η φιληδονία, η φιλαργυρία και η φιλοδοξία. Σ’ αυτά ακολουθούν άλλα πέντε πονηρά πνεύματα και από αυτά γεννιέται μεγάλο πλήθος παθών και διάφορα είδη ποικιλόμορφης κακίας. Εκείνος λοιπόν που νίκησε τους τρεις αρχηγούς και ηγεμόνες , φονεύει μαζί και τους άλλους πέντε και υποτάσσει όλα τα πάθη».
Το θεραπευτικό τρίπτυχο της ορθόδοξης διδαχής είναι: κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Για να καλλιεργήσουμε την καρδιά θα πρέπει να τη θεραπεύσουμε. Η ορθόδοξη θεραπευτική δεν είναι μία στείρα ηθικολογία, ούτε έχει σχέση με κάποιες πουριτανικές αρχές ηθικής καθαρότητος, αλλά με τον ασκητικό δρόμο της νήψεως, των δακρύων, που οδηγεί στην αγάπη με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Όποιος φοβάται την αμαρτία, αγαπά τον Θεό . Η μετάνοια τα θεραπεύει όλα και καλλιεργεί την καρδιά.
Τελειώνω με τους θαυμάσιους λόγους του οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου: «Καθημερινά τρέφουμε το σώμα και αναπνέουμε αέρα, για να ζήσουμε. Και η ψυχή έχει ανάγκη από τον Κύριο και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, χωρίς την οποία είναι νεκρή. Όπως ο ήλιος θερμαίνει και δίνει ζωή στα λουλούδια του αγρού και αυτά στρέφονται προς αυτόν , έτσι και η ψυχή που αγάπησε τον Θεό προσελκύεται από Αυτόν και γίνεται μακαρία μαζί Του , και από τη μεγάλη της χαρά θέλει όλοι να γευθούν με τον ίδιο τρόπο τη μακαριότητα αυτή. Γι’ αυτό μας δημιούργησε ο Κύριος, για να μένουμε αιώνια στους ουρανούς με αγάπη μαζί του…».
Πηγή: «ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - παθοκτονία πρόσκληση μετανοίας σε καιρούς κρίσεως» Εκδόσεις: Εν πλω.