(Νίκος Παύλου Θεολόγος – Καθηγητής Δ. Ε.)
Απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του έργου μιας σημαντικής ιστορικής προσωπικότητας είναι η καλή γνώση της εποχής του. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει μία ολοκληρωμένη προσέγγιση της σκέψης του, των δραστηριοτήτων του και της προσφοράς του.
Η Παλαιστίνη του πρώτου μισού του 1ου αι. μ. Χ. είχε την τύχη να είναι η περιοχή που άκουσε τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Παράλληλα αφορμές για το κήρυγμά Του ήταν οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές συνθήκες που χαρακτήριζαν αυτή τη γωνία του μεσογειακού κόσμου.
Επομένως η γνωριμία με την ιστορία της βοηθάει σημαντικά στην προσέγγιση της προσωπικότητας του Χριστού. Κυρίως οι ιδιαιτερότητες που παρουσίαζε η Γαλιλαία και η Ιουδαία - οι κατεξοχήν τόποι της δράσης του Κυρίου - τον 1ο αιώνα, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί η γνωριμία με αυτές βοηθάει στην πληρέστερη “ανακάλυψη” του Υιού του Ανθρώπου.
Αυτός είναι και ο σκοπός του παρόντος άρθρου: Να παρουσιάσει, όσο πιο συνοπτικά γίνεται, μία πτυχή της ιστορίας των δυο σημαντικότερων περιοχών της Παλαιστίνης, της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας, την πολιτική.
Βεβαίως αυτό δε σημαίνει πως και οι υπόλοιπες πτυχές (θρησκευτικές, κοινωνικές κ. α.) δεν είναι εξίσου σημαντικές. Απλά πιστεύουμε πως η γνώση της πολιτικής ιστορίας της περιοχής, τον 1ο μ. Χ. αιώνα , είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση και των υπόλοιπων.
Αρχέλαος και Ρωμαίοι επίτροποι
Είναι γνωστό πως κυριότερη πηγή της ιστορίας της Ιουδαίας τον 1ο αι. π. Χ. –όπως άλλωστε και της υπόλοιπης Παλαιστίνης - είναι ο Φλάβιος Ιώσηπος.
Ο στρατηγός με την αμφιλεγόμενη δράση δίνει στα έργα του αρκετές πληροφορίες για τη περιοχή , με μία δόση υπερβολής είναι αλήθεια, και βοηθάει έτσι στην καλύτερη κατανόηση του πλαισίου της δράσης του Χριστού στην Ιουδαία.
Κυρίως δύο έργα του ο “Ιουδαϊκός πόλεμος” και η “Ιουδαϊκή αρχαιολογία” είναι πολύτιμες πηγές για την ιστορία της και δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο η ρωμαϊκή διοίκηση ασκούσε την εξουσία της στις επαρχίες της αυτοκρατορίας , είτε μέσω των γηγενών φίλων της είτε μέσω των επιτρόπων που η ίδια έστελνε.
Όπως η υπόλοιπη Παλαιστίνη έτσι και η Ιουδαία, στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. ανήκε στο πελατειακό σύστημα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Είναι μέρος της επικράτειας των “ανεξάρτητων” Ηρωδών, οι οποίοι φυσικά όχι μόνο δεν διανοούνταν να έχουν δική τους πολιτική αλλά έπρεπε να έχουν τη συγκατάθεση της Ρώμης για τις πράξεις τους και να είναι αρεστοί στον αυτοκράτορα ώστε να διατηρούν την εξουσία στην περιοχή.
Πιο αναλυτικά το 63 π. Χ. οι Ρωμαίοι εισέρχονται στην Ιερουσαλήμ και ο στρατηγός Πομπήιος βεβηλώνει τα Άγια των Αγίων του Ναού.
Το πρόσχημα αυτής της εισβολής ήταν το κάλεσμα που τους απηύθυνε ο διεκδικητής της εξουσίας στη περιοχή Υρκανός Β΄ για να τον βοηθήσουν στον αγώνα του εναντίον του άλλου διεκδικητή, του αδελφού του Αριστόβουλου Β΄.
Αυτοί με τη δύναμη των όπλων τους διορίζουν τον Υρκανό εθνάρχη και αρχιερέα, ενώ το ιουδαϊκό κρατίδιο που είχε ιδρυθεί από τους Ασμοναίους βασιλιάδες γίνεται ρωμαϊκή κτίση που υπάγεται στον έπαρχο της Συρίας. Ουσιαστικά όμως η ρωμαϊκή κυριαρχία αρχίζει μετά την οριστική ήττα του Αριστόβουλου και του γιου του Αντίγονου από τις ρωμαϊκές λεγεώνες.
Αυτή την ταραγμένη εποχή αναδύεται το άστρο του Ιδουμαίου Αντίπατρου ή Αντύπα. Γίνεται “επιμελητής” των Ιουδαίων και του Υρκανού, βοηθάει τον Καίσαρα και αυτός για ανταμοιβή του απονέμει τον τίτλο του ρωμαίου πολίτη και του εθνάρχη, ενώ ο γιος του Ηρώδης γίνεται στρατηγός της Γαλιλαίας.
Αργότερα με τη βοήθεια των ρωμαίων ο Ηρώδης - πρόκειται για τον γνωστό, στην εποχή του οποίου γεννήθηκε ο Χριστός - γίνεται ο ισχυρός άντρας της περιοχής, ιδρύει την τοπική δυναστεία των Ηρωδών και ο αυτοκράτορας του απονέμει τον τίτλο Rex socius et amicus populi Romani.
Φαίνεται να διατηρούσε καλές σχέσεις με το κέντρο της εξουσίας και έτσι του συγχωρούνταν οι παρεκτροπές και οι βιαιότητές που απηχούνται και στα ευαγγελικά κείμενα.
Γνωστή ήταν η μεγαλομανία του και τα πολλά κτίσματα που δημιουργούσε με αποκορύφωμα το Ναό των Ιεροσολύμων, που ήταν το κέντρο του ιουδαϊσμού στα χρόνια του Ιησού, αν και μέχρι την καταστροφή του στην επανάσταση του 60 μ. Χ. παρέμεινε ημιτελής.
Χαρακτηριστική ήταν και η προσπάθειά του να οικειοποιηθεί μεσσιανικούς τίτλους για τον εαυτό του και τους διαδόχους του. Μάλιστα υπήρχε και ολόκληρη παράταξη , οι Ηρωδιανοί, που προπαγάνδιζαν, σύμφωνα με μία άποψη, αυτή τη θέση.
Τα ευαγγέλια τους παρουσιάζουν να έρχονται σε σύγκρουση με τον Ιησού και να επιθυμούν, σε συνεργασία με τους Φαρισαίους να επιδιώκουν την παράδοση Του στους ρωμαίους.
Μετά το θάνατό του Ηρώδη ανοίγεται η τελευταία διαθήκη που είχε συντάξει, σύμφωνα με την οποία φανερώνεται η επιθυμία του να πάρει τη μερίδα του λέοντος από την επικράτειά του ο γιος του Αρχέλαος ο οποίος έτσι “βασιλεύς… απεδείκνυτο” ( Ιουδ. Πόλ. Ι 668).
Γίνεται δεκτή η διαθήκη από το στρατό και ο ρωμαιοθρεμένος Αρχέλαος φροντίζει για τη μεγαλοπρεπή ταφή του πατέρα του.
Για να μπορέσει όμως να ασκήσει την εξουσία και να μη μείνει η διαθήκη κενός λόγος θα έπρεπε αυτή να επικυρωθεί από τη Ρώμη η οποία έτσι θα έδειχνε πως τον θεωρεί άνθρωπό της στην Παλαιστίνη που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της.
Πάντως δεν αποδέχεται την εξουσία όταν στρατιώτες του προσφέρουν το στέμμα στην Ιεριχώ. Είναι φανερό πως θα ήταν κίνηση χωρίς αντίκρισμα αν δεν είχε τη συγκατάθεση της αυτοκρατορίας.
Ταυτόχρονα παρουσιάζονται και άλλοι διεκδικητές του κράτους του Ηρώδη και μεταξύ αυτών ο αδελφός του Αρχέλαου Αντύπας, που αισθάνεται παραγκωνισμένος.
Φεύγει λοιπόν ο νόμιμος κληρονόμος γρήγορα για τη Ρώμη, εκεί πέφτει στα γόνατα του Αυγούστου και έτσι χορηγείται σ’ αυτόν η πολυπόθητη συγκατάθεση για την άσκηση της εξουσίας, όχι όμως όπως αυτός περίμενε.
Του δίνεται λοιπόν μόνο το μισό βασίλειο, ο τίτλος του εθνάρχη και η υπόσχεση πως θα ονομαστεί βασιλιάς, αν βέβαια ικανοποιούσε τους ρωμαίους πάτρωνές του. Το υπόλοιπο πελατειακό κρατίδιο παραχωρείται στον Φίλιππο και τον Ηρώδη Αντύπα.
Συγκεκριμένα οι Ρωμαίοι δίνουν στον Αρχέλαο ( 4 π. Χ. –6 μ. Χ), προσδοκώντας να γίνει ο άνθρωπός τους, την Ιδουμαία, την Ιουδαία και τη Σαμάρεια, ο Φίλιππος παραλαμβάνει τη Βαταναία, την Τραχωνίτιδα και την Πανειάδα και ο Αντύπας την Περαία και τη Γαλιλαία με τον τίτλο του τετράρχη.
Ο Αρχέλαος δε φαίνεται να διαφέρει στη βιαιότητα του χαρακτήρα από τον πατέρα του, πράγμα που απηχείται και στο Ματθ. 2,22.Ταυτόχρονα προκαλεί το θρησκευτικό αίσθημα του λαού νυμφευόμενος τη γυναίκα του αδελφού του, διώκοντας ταυτόχρονα τη νόμιμη σύζυγό του.
Εναντίον του δυσφορούν όχι μόνο οι Ιουδαίοι αλλά και οι Σαμαρείτες και εξαιτίας της συμπεριφοράς του καταφεύγουν στον Οκταβιανό.
Αυτός βλέποντας να διαψεύδονται οι προσδοκίες του, πως δηλ. ο Αρχέλαος ήταν κατάλληλος για άνθρωπός του στην Παλαιστίνη, τον εξορίζει στη “Βιέννα, πόλιν της Γαλλίας” (Ιουδ. Πόλ. ΙΙ 111), μετά από εννιά χρόνια παραμονής του στην εξουσία ενώ δημεύει και την περιουσία του.
Η αυτοκρατορία αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει άλλος ικανός αντικαταστάτης του Αρχέλαου που θα μπορούσε να γίνει ο “πελάτης” της – ο όρος με τη σημασία που είχε την ρωμαϊκή εποχή- στην Ιουδαία.. Αναλαμβάνει λοιπόν η ίδια χωρίς ντόπιους μεσολαβητές την διοίκηση.
Άλλωστε αυτό φαίνεται να ήταν τώρα στα σχέδιά της: μετά την επιβολή της Pax Romana της ήταν άχρηστοι ηγεμονίσκοι που τελικά μόνο ενοχλητικοί ήταν , εφόσον με τη συμπεριφορά τους δεν ήταν ανεκτοί από τον ντόπιο πληθυσμό και δημιουργούσαν προβλήματα στην κεντρική εξουσία.
Η Ιουδαία λοιπόν μεταβάλλεται σε επαρχία του ρωμαϊκού κράτους . Στο εξής θα κυβερνάται από ρωμαίους επιτρόπους που θα υπάγονται στον ανθύπατο της Συρίας.
Πρώτος ρωμαίος έπαρχος διορίζεται ο Coponius ( 6 – 9). Μαζί μ’ αυτόν έρχεται στην Ιουδαία ο γνωστός από το ευαγγέλιο του Λουκά Publius Sulpicius Quirinius, που έχει διοριστεί έπαρχος της Συρίας (ο πλήρης τίτλος που του απονέμεται είναι δικαιοδότης του έθνους, απεσταλμένος και τιμητής των ουσιών) με ειδική αποστολή: να εκτιμήσει, δηλ. να κάνει εκκαθάριση της περιουσίας του Αρχέλαου η οποία πλέον αποτελεί κτήμα του ρωμαϊκού κράτους και να απογράψει τον ιουδαϊκό λαό.
Δε φαίνεται να υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον των επιτρόπων για την Ιουδαία. Προτιμούν για διαμονή τους την παραλιακή Καισάρεια, όπου διαμένουν σε κτίσμα του Ηρώδη ενώ την Ιερουσαλήμ την επισκέπτονται μόνο στη γιορτή του Πάσχα προσπαθώντας να επιβάλλουν την τάξη ανάμεσα στους χιλιάδες ιουδαίους που επισκέπτονταν την ιερή πόλη.
Όμως αυτό δεν πρέπει να ήταν και τόσο εύκολο μιας και οι άνδρες των ρωμαϊκών φρουρών ήταν ολιγάριθμοι στην περιοχή. Η φρουρά της πόλης διέμενε στο φρούριο Αντωνία, που ήταν δίπλα στο ναό.
Οι στρατιώτες απέφευγαν την επαφή με τους ιουδαίους και περνούσαν τον καιρό τους στο στρατόπεδο γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνη ήταν μία συνάντηση με άτομα που θα μπορούσαν να αποδειχτούν Ζηλωτές ή Σικάριοι.
Όμως και στην υπόλοιπη Ιουδαία δεν υπήρχαν πολλοί Ρωμαίοι ικανοί να αποτρέψουν από μόνοι τους εξέγερση του ντόπιου πληθυσμού. Σε τέτοια περίπτωση, όπως είναι γνωστό, κινούνταν εναντίον των επαναστατών τα στρατεύματα της Συρίας και επανέφεραν το προηγούμενο status quo.
Αυτή η λειψανδρία που διέκρινε τις ρωμαϊκές φρουρές της Ιουδαίας την εποχή του Ιησού δημιουργούσε μία ιδιότυπη αυτοδιοίκηση της που δεν επιτρέπει να γίνεται λόγος για καταπίεση, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, από τα όργανα της αυτοκρατορίας.
Περισσότερα προβλήματα φαίνεται πως δημιουργούσε στη θεοκρατική ιουδαϊκή κοινωνία το χάσμα – κατεξοχήν πνευματικό – που δημιουργούνταν μεταξύ των υποβαθμισμένων θρησκευτικά στρωμάτων (τελώνες, am- haarez (1) ) και των αυτοδιορισμένων θεματοφυλάκων των ιερών του ιουδαϊσμού (Φαρισαίοι κ. α.) παρά μεταξύ Ιουδαίων και Ρωμαίων.
Σ΄αυτό το σημείο είναι απαραίτητη μία διευκρίνιση: Αν γίνουν δεκτά τα παραπάνω, τότε για ποιους λόγους σημειώνονται οι εξεγέρσεις εναντίον του κατακτητή;
Η απάντηση, νομίζουμε, πρέπει να αναζητηθεί στην ιδεολογία των ανώτερων , κυρίως τάξεων του πληθυσμού που χαρακτηρίζονταν από την προσήλωσή της στην θεοκρατία.
Οι παρατάξεις με εθνικοθρησκευτικό προσανατολισμό (Φαρισαίοι , Γραμματείς κ. α.) θεωρούσαν βλασφημία την κατάληψη της ιερής γης από τους Ρωμαίους και την καταβολή φόρου σ’ αυτούς. Ήταν αδύνατο , αυτοί οι πιστοί του αληθινού Θεού να αποδέχονταν τους “θνητούς δεσπότας” (Ιουδ. Πόλ. ΙΙ, 118), όπως υπογραμμίζει ο Ιώσηπος.
Έτσι βασική θέση τους είναι η εκδίωξή τους. Με άλλα λόγια στην προκειμένη περίπτωση ο φόρος αποτελούσε αιτία εξέγερσης , και μάλιστα από τις πλέον βασικές, και όχι μόνο αφορμή.
Πάντως οι κινήσεις τους δε φαίνεται να είχαν την καθολική επιδοκιμασία του πληθυσμού. Είναι γνωστό πως οι Ζηλωτές – οι κατεξοχήν εξεγερμένοι εναντίον της αυτοκρατορίας- αποτελούσαν τη ριζοσπαστική πτέρυγα του Φαρισαϊσμού.
Πως λοιπόν θα συμπαρατάσσονταν μαζί τους, για παράδειγμα, οι am- haarez, που είχαν γνωρίσει την περιφρόνηση τους και υφίσταντο την πνευματική τους τρομοκρατία;
Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να μιλήσει για την εξής μορφή διακυβέρνησης της Ιουδαίας τα χρόνια του Χριστού μετά την ανάληψη της εξουσίας απευθείας, χωρίς πλέον προσχήματα από τη Ρώμη:
Ανώτατη αρχή ήταν οι ρωμαίοι επίτροποι, που πράγματι είχαν σημαντικές αρμοδιότητες, όπως για παράδειγμα το jus gladii, δηλ. το δικαίωμα της επιβολής της θανατικής ποινής. Δε φαίνεται όμως να το χρησιμοποιούσαν συχνά γιατί ενδιαφέρονταν ν’ αποφύγουν την ένταση με τον ντόπιο πληθυσμό.
Και οι Ιουδαίοι μπορούσαν πάντα να στείλουν αντιπροσωπείες στη Ρώμη διαμαρτυρόμενοι για τυχόν αυθαιρεσίες τους, αν και ο έπαρχος φρόντιζε να έχει καλυμμένα τα νώτα του κρατώντας ομήρους.
Δεν θα ήταν όμως υπερβολή αν τονίζονταν πως με την ανοχή της αυτοκρατορίας η περιοχή είχε μία ιδιότυπη μορφή –ας ονομαστεί έτσι- τοπικής αυτοδιοίκησης.
Συγκεκριμένα όπως πληροφορεί ο Ιώσηπος στο τρίτο βιβλίο του Ιουδαϊκού πολέμου (στ 54- 58) η Ιουδαία ήταν χωρισμένη σε έντεκα κληρουχίες ή τοπαρχίες, της Ιερουσαλήμ, Γόφνας, Ακράβετας, Θάμνας, Λύδδας, Εμμαούς, Πέλλας, Ιδουμαίας, Ενγαδδαί, Ηρώδειου και Ιεριχώς.
Σ’ αυτό το σύστημα προστέθηκαν η Ιάμνεια και η Ιόππη. Εδώ επικεφαλής με πραγματικές εξουσίες ήταν επιφανείς Ιουδαίοι (ιερείς κλπ). Ταυτόχρονα δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής η δύναμη που είχε το συλλογικό όργανο του Ιουδαϊσμού, το Μεγάλο Συνέδριο που συγκέντρωνε νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές εξουσίες καθώς και ο αρχιερέας.
Τα παραπάνω βέβαια σε καμία περίπτωση δεν έχουν σκοπό να υποβαθμίσουν το εύρος της ρωμαϊκής δύναμης και την αποφασιστικότητα που είχε για να επιβάλλει τις αποφάσεις της κάθε στιγμή.
Τα ρωμαϊκά στρατεύματα που έδρευαν στη Συρία δεν είχαν ενδοιασμούς να εισβάλλουν στην Παλαιστίνη και να δείξουν ποιος είναι ο πραγματικός κυρίαρχος.
Όμως για την αυτοκρατορία προείχε η διατήρηση εντός της επικράτειάς τους της “ειρήνης” που είχε επιβάλλει με την δύναμη των όπλων της καθώς και η γραμμή της να μην ανοίγει εσωτερικά μέτωπα, τη στιγμή που ακολουθούσε ιμπεριαλιστική πολιτική και ήθελε να επεκτείνει τις κτήσεις της ενώ θα έπρεπε ταυτόχρονα να αντιμετωπίζει και τους εισβολείς στα βόρεια κυρίως σύνορά της.
Δεν ήταν λοιπόν για το συμφέρον της να φανερώνει τον αυταρχισμό της σε περιοχές που θεωρούνταν θρησκευτικά ιδιόρρυθμες , όπως η Ιουδαία .
Ο Κωπώνιος, λοιπόν, μέλος της τάξης των ιππέων, γίνεται ο πρώτος ρωμαίος έπαρχος της Ιουδαίας (6-9 μ. Χ.). Δύο φαίνεται να είναι τα σημαντικά γεγονότα της επιτροπείας του: η προσπάθεια του Ιούδα του Γαλιλαίου να ξεσηκώσει τους συμπατριώτες του κατά της αυτοκρατορίας και η μόλυνση του Ναού από Σαμαρείτες κατά τη γιορτή του Πάσχα.
Είναι γνωστοί οι λόγοι της εξέγερσης του Ιούδα και των Ζηλωτών: Τους ήταν αδύνατο , όπως τονίστηκε και παραπάνω, να δεχτούν τη φορολογία που επέβαλλαν οι κατακτητές και έτσι να θεωρούν ανθρώπους ως κυρίαρχους της άγιας γης, η οποία, όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με την αντίληψή τους, ανήκε μόνο στο Θεό και επομένως μόνο σ’ Αυτόν, δηλ. στο Ναό Του θα έπρεπε να αποδίδεται ο φόρος.
Ταυτόχρονα και η απογραφή που είχε διατάξει ο Κυρήνιος, συνδεόμενη και αυτή άμεσα με το ζήτημα του φόρου, δημιουργούσε προϋποθέσεις ώστε όλο και περισσότεροι Ιουδαίοι να πυκνώσουν τις τάξεις των επαναστατών.
Η μόλυνση του Ναού από τους Σαμαρείτες οφείλονταν στο βαθύ μίσος που χώριζε τις δύο περιοχές, την Ιουδαία και τη Σαμάρεια.
Στη διάρκεια του εορτασμού του Πάσχα, μόλις άνοιξαν οι πυλώνες του ιερού, άνδρες Σαμαρείτες που είχαν εισχωρήσει κρυφά στην Ιερουσαλήμ, έριξαν κόκαλα στις στοές του Ναού και έτσι μίαναν και αυτόν και τη σημαντικότερη γιορτή του Ιουδαϊσμού.
Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα άξια να μνημονευτούν , ήταν η διακυβέρνηση της Ιουδαίας από τους υπόλοιπους επιτρόπους μέχρι τον Πόντιο Πιλάτο. Ούτε όμως και οι ίδιοι φαίνεται να έκαναν κάτι σημαντικό, ώστε να αξίζουν μία ιδιαίτερη αναφορά, εκτός βεβαίως της μνείας του ονόματός τους.
Με την παντελή απουσία τους από το ιστορικό γίγνεσθαι της περιοχής επιβεβαιώνουν αυτό που τονίστηκε προηγουμένως: η μη ανάμειξη της Ρώμης στα εσωτερικά του Ιουδαϊσμού, εκτός αν επρόκειτο για κάτι πολύ σοβαρό που διακύβευε τα συμφέροντά της, όπως για παράδειγμα η απόφαση κάποιου να αυτοανακηρυχτεί βασιλιάς και συνεπώς αντίπαλός της.
Αυτοί οι επίτροποι ήταν οι Μάρκος Αμβίβουλος (Marcus Ambibulus ή Ambivius, 9- 12 μ. Χ.), Άννιος Ρούφος (Annius Rufus, 12- 15 μ. Χ.), Ουαλέριος Γράτος (Valerius Gratus, 15- 26 μ. Χ.).
Ο επίτροπος της Ιουδαίας Πόντιος Πιλάτος
Στα χρόνια 26- 36 π. Χ. η Iουδαία γνωρίζει τη διακυβέρνηση του Ποντίου Πιλάτου. Μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα (2) η οποία γνώρισε ακόμη και την αγιοποίηση από την Αιθιοπική εκκλησία. Πάντως οι πράξεις του στην Ιουδαία δε δικαιολογούν αυτή την ενέργεια.
Αντίθετα οι πληροφορίες που περιέχονται γι αυτόν στα έργα του Ιώσηπου και του Φίλωνα δείχνουν έναν άνθρωπο που δε διστάζει να θυσιάσει ακόμη και ανθρώπινες ζωές προκειμένου να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα καθώς και αυτά της εξουσίας που ήταν άνθρωπός της , ενώ αφήνουν και υπαινιγμούς για οικειοποίηση από μέρους του χρημάτων που δεν του ανήκαν.
Φαίνεται λοιπόν να είναι απόλυτα πιστός στην αρχή που τον έχει στείλει στην Ιουδαία χωρίς ,όμως να διευκρινίζεται αν η αφοσίωσή του είναι ειλικρινής ή προέρχεται από ιδιοτέλεια και φόβο.
Μάλιστα, όπως είναι γνωστό, παρακάμπτονται οι αντιστάσεις του και οδηγεί τον Ιησού στο σταυρό μόνο όταν απειλείται ότι θα καταγγελθεί στη Ρώμη ότι ελευθερώνει κάποιον που ισχυρίζονταν, σύμφωνα με τις καταγγελίες των Ιουδαίων, πως ήταν βασιλιάς και συνεπώς υποκινούσε σε επανάσταση το λαό της Παλαιστίνης.
Δηλαδή η συμπεριφορά του υπαγορεύεται από τις πιθανές ευθύνες που θα επέρριπτε ο Τιβέριος σ’ αυτόν και από τις συνέπειες που θα δέχονταν αυτός για την απόφασή του.
Τα έργα του Πιλάτου στην Ιουδαία προκαλούσαν αρκετές φορές το θρησκευτικό αίσθημα του λαού. Προσπάθησε να κάνει αισθητή την παρουσία της ρωμαϊκής ισχύος , ανακατεύθηκε σε ιουδαϊκές θρησκευτικές υποθέσεις διαβλέποντας πως έκρυβαν σπέρματα εξέγερσης.
Πιο συγκεκριμένα μεταφέρει νύχτα στην Ιερουσαλήμ εικόνες του αυτοκράτορα, τις σημαίες, σύμβολα της εξουσίας. Αυτό προκαλεί μεγάλη ταραχή την άλλη ημέρα ανάμεσα στους ιουδαίους. Συγκεντρώνονται όλοι, γιατί ο νόμος απαγορεύει τα “δίκηλα” στην ιερή πόλη.
Πηγαίνουν στην Καισάρεια και τον ικετεύουν να βγάλει τις εικόνες , σεβόμενος τις πάτριες αρχές. Ο Πιλάτος αρνείται και τότε αυτοί καθισμένοι γύρω από τον οίκο του περιμένουν πέντε ημέρες και πέντε νύχτες.
Στρατιώτες τους περικυκλώνουν και ο επίτροπος απειλεί πως θα τους σκοτώσει αν δεν αποδεχτούν τις εικόνες του Καίσαρα. Μάλιστα οι στρατιώτες για να κάνουν πιο πειστικά τα λόγια του βγάζουν τα ξίφη τους.
Οι ιουδαίοι όμως, όλοι μαζί, γυμνώνουν τους αυχένες τους και φωνάζουν πως προτιμούν να χάσουν το κεφάλι τους παρά να παραβούν το νόμο.
Τότε ο επίτροπος θαύμασε την προσκόλλησή τους στις πάτριες παραδόσεις και διατάζει να βγάλουν τα αυτοκρατορικά σύμβολα από την Ιερουσαλήμ και να τα φέρουν στην Καισάρεια. Εξαιτίας αυτού οι κατοπινοί ηγεμόνες δεν τόλμησαν στο εξής να κάνουν κάτι παρόμοιο.
Υπεύθυνος και άλλης όμως αναταραχής γίνεται ο Πιλάτος: Συγκεκριμένα θέλει να κατασκευάσει υδραγωγείο στα Ιεροσόλυμα μεταφέροντας ύδατα από ένα σημείο που απείχε από την πόλη 400 στάδια. Για το σκοπό αυτό θέλει να πάρει χρήματα από το ταμείο του Ναού, τον κορβωνά.
Ξεσηκώνονται τότε οι ιουδαίοι και αρχίζουν να φωνάζουν εκδηλώνοντας έτσι τη δυσαρέσκειά τους για την προσπάθεια αφαίμαξης χρημάτων από το ιερό.
Τότε αυτός τοποθετεί ανάμεσά τους ένοπλους στρατιώτες με πολιτική περιβολή, οι οποίοι αρχίζουν να χτυπούν το πλήθος με ξύλα, αφού προηγουμένως αυτός δίνει το σύνθημα από το βήμα του πραιτορίου.
Πολλοί ιουδαίοι πληγώνονται και άλλοι χάνουν και τη ζωή τους αφού καταπατήθηκαν από τους πανικόβλητους συμπατριώτες τους. Οι υπόλοιποι βλέποντας τη συμφορά υποχωρούν.
Ο Πιλάτος όμως φανερώνει και πάλι το στυγνό πρόσωπο της εξουσίας του: Ψευδομεσσίας προσκαλεί το λαό να τον ακολουθήσει στο όρος Γαριζείν ισχυριζόμενος πως θα αποκαλύψει ιερά σκεύη που είχε κρύψει εκεί ο Μωϋσής.
Πράγματι ανταποκρίνονται στο κάλεσμά του και με όπλα αρκετοί συγκεντρώνονται σε μία κωμόπολη ονόματι Τιραναθά. Ο Πιλάτος που υποψιάζεται - μάλλον όχι άδικα - εξέγερση φτάνει με τους στρατιώτες του και διαλύει βίαια τους συγκεντρωμένους σκοτώνοντας ταυτόχρονα τους επικεφαλής.
Με όλα τα παραπάνω συγκεντρώνει στο πρόσωπό του πολλές αντιπάθειες. Τον κατηγορούν και ανακαλείται στη Ρώμη. Έτσι τελειώνει μετά από δέκα χρόνια η επιτροπεία του σ’ αυτή την ταραγμένη γωνιά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Χαρακτηριστική για τον Πιλάτο είναι η παρατήρηση του Φίλωνα στο έργο του “ Πρεσβεία προς Γάϊον”: “ την φύσιν ακαμπής και μετά του αυθάδους αμείλικτος” (ΧΧΧVΙΙΙ 301) δηλ. αλύγιστος, μίγμα ισχυρογνωμοσύνης και σκληρότητας.
Βέβαια σ’ ένα έργο σαν αυτό του ιουδαίου φιλοσόφου που είχε σκοπό να κολακέψει τους αυτοκράτορες είναι φυσικό να υπερτονίζονται τα ελαττώματα των υφισταμένων τους, εκτελεστικών οργάνων, ώστε αυτοί να αποποιηθούν οποιαδήποτε ευθύνη για τις μελανές σελίδες της διακυβέρνησής τους.
Πάντως η παραπάνω κρίση φαίνεται να είναι σωστή αν ληφθούν υπόψη τα γραφόμενα για τις ημέρες του στην Παλαιστίνη.
Πρωταγωνιστικός φαίνεται να είναι ο ρόλος του Πιλάτου στη δίκη του Ιησού. Βέβαια το συμπέρασμα που βγαίνει από τις σχετικές διηγήσεις είναι πως κατεξοχήν υπεύθυνοι για τη σταύρωση είναι οι Ιουδαίοι.
Οι ρωμαίοι και ο επίτροπος φαίνονται να οδηγούνται από τις εξελίξεις και από την πίεση που ασκούν για καταδικαστική απόφαση οι άνθρωποι που καθοδηγούνται από τους θεωρούμενους εκπροσώπους του Θεού.
Ουσιαστικά οι αφηγήσεις του Πάθους τονίζουν πως διεξάγεται ένας αγώνας ερήμην των κατακτητών που παραμένουν οι θεατές των δρώμενων μη μπορώντας να αρθρώσουν λόγο που να μπορεί να ανατρέψει μία προκαθορισμένη πορεία.
Η στάση του Πιλάτου όταν ο Ιησούς οδηγείται ενώπιον του είναι από αδιάφορη μέχρι και συγκαταβατική –φιλική θα έλεγε κανείς - για το πρόσωπο του Κυρίου.
Αν και δείχνει να έχει πειστεί για την αθωότητα του Χριστού δεν είναι όμως διατεθειμένος να αναλάβει την ευθύνη της απελευθέρωσής Του γιατί δε φαίνεται να τον ενδιαφέρει η λάμψη της αλήθειας (πρβλ. το ερώτημά του “τι εστίν αλήθεια;” Ιωαν. 18, 38) αλλά η υποταγή της στο προσωπικό του συμφέρον, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε να κάνει με τη διάσωση της εξουσίας του η οποία κινδύνευε από τους ιουδαίους που απειλούσαν πως θα τον κατήγγειλαν στη Ρώμη αν ελευθέρωνε κάποιον που διακήρυττε πως είναι βασιλιάς δηλαδή αντίπαλος του Καίσαρα και της αυτοκρατορίας.