Είναι γνωστό ότι το Άγιον Όρος είναι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο, καθώς Εκείνη επέλεξε αυτόν τον τόπο για να γίνει το Περιβόλι Της. Κάποιες Μονές όμως είναι αφιερωμένες και σε κάποιους μεγάλους Αγίους της Εκκλησίας μας.
Μία από αυτές είναι και η Ιερά Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Οσίου Ξενοφώντος, αφιερωμένη στον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο.
Το μοναστήρι κτίσθηκε το 998 από τον Όσιο Ξενοφώντα, σύγχρονο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου.
Το μοναστήρι αρχικά ήταν μικρό, ενώ κατά την ηγουμενία του οσίου άρχισε η πρώτη φάση οικοδόμησης του πρώτου Καθολικού.
Κατά τον 11ο αιώνα η Μονή διέρχεται μια περίοδο παρακμής, αλλά το 1078 χάρις στον Κωνστ/πολίτη αριστοκράτη και ανώτατο δικαστή Στέφανο (μοναχό Συμεών) αρχίζει μια νέα φάση ανακαίνισης και ανοικοδόμησης.
Έχοντας εξασφαλίσει αυτοκρατορική επιχορήγηση και διαθέτοντας την προσωπική του περιουσία, οχυρώνει τη Μονή με τείχη, ευπρεπίζει το Καθολικό, κτίζει κελιά, την εφοδιάζει με εικόνες, σκεύη και χειρόγραφα και αυξάνει την κτηματική της περιουσία.
Ο μοναχός Συμεών θεωρείται ως ο δεύτερος κτίτωρ της Μονής διότι από ένα μικρό παρηκμασμένο μοναστήρι την κατέστησε μια πλούσια και σεβάσμια μεγάλη Μονή. Από το 1300 χαρακτηρίζεται «βασιλική» και κατοχυρώνεται με χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων (Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, 1322) και άλλων ηγεμόνων (Στέφανος Δουσάν,1352).
Στις αρχές του 15ου αιώνα παρατηρείται μια κάμψη η οποία θα τερματιστεί στα τέλη αυτού του 15ου αιώνα. Άλλωστε, από το 1423 που το Άγιον Όρος πέρασε στην οθωμανική επικράτεια, υπήρξαν αρνητικές επιπτώσεις για όλες τις Μονές.
Από τα τέλη του 15ου αι. και μετά, με τη βοήθεια ηγεμόνων και αξιωματούχων της Βλαχίας, πραγματοποιούνται σημαντικές εργασίες, αφού κτίζεται η δυτική πτέρυγα και ιστορούνται η τράπεζα, το Καθολικό και η λιτή.
Επιπλέον, Ρουμάνοι ηγεμόνες στηρίζουν οικονομικά τη Μονή με ετήσιες εισφορές, αφιερώσεις κτημάτων και προσφορά πολύτιμων κειμηλίων. Κατά τον 17ο αιώνα, παρατηρούνται διάφορες καλλιτεχνικές εργασίες, αφού φιλοτεχνείται το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Καθολικού και ιστορείται ο εξωνάρθηκας, με δαπάνες του ηγεμόνα Ματθαίου Basarab, ενώ ενισχύεται και η οχύρωση της Μονής.
Ο 18ος αιώνας για τη Μονή ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος, καθώς υπόκειται σε καταπατήσεις της ακίνητης περιουσίας της, πολλές αυθαιρεσίες από τις οθωμανικές αρχές εις βάρος της, βρίσκεται υπερβολικά χρεωμένη εξ’ αιτίας της έκτακτης επιβολής φόρων και του υπέρογκου δανεισμού, ενώ μειώνεται δραματικά και ο αριθμός των μοναχών.
Το 1784, η μικρή αδελφότητα της Μονής με ηγούμενο τον λόγιο ιερομόναχο Παΐσιο αποφάσισε να επανέλθει στο αρχαίο κοινοβιακό καθεστώς. Τότε άρχισε η Μονή να ανακάμπτει, αφού αντιμετωπίστηκε το χρέος, συντηρήθηκε το υπάρχον κτιριακό συγκρότημα και επεκτάθηκε προς τα βορειοδυτικά.
Όμως η πυρκαϊά του 1817 και η συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821 ανέκοψαν αυτή την πορεία. Αργότερα, παρατηρείται μια ανάκαμψη, αφού πραγματοποιείται η ανέγερση του νέου Καθολικού (1819 – 1837), αύξηση των μοναχών και οικονομική ευμάρεια.
Η δήμευση όμως της περιουσίας της στη Ρουμανία το 1863 και η εσωτερική διοικητική αρρυθμία την οδήγησαν ξανά σε παρακμή.
Η αυγή του 20ου αιώνα δε βρίσκει τη Μονή σε καλή κατάσταση, αφού συνεχίζεται η πορεία παρακμής που συνεπάγεται από την διοικητική αστάθεια και την οικονομική δυσπραγία.
Σταδιακά χάνει μεγάλο μέρος από την ακίνητη περιουσία της στις περιοχές της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής, ενώ μειώνεται δραματικά ο αριθμός των μοναχών, αφού επηρεάζεται από τη γήρανση του πληθυσμού στην Αθωνική Πολιτεία.
Όμως, μια νέα λαμπρή περίοδος θα ξεκινήσει τον Οκτώβριο του 1976, με την επάνδρωση της Μονής με νέα Αδελφότητα προερχομένη από τη Μονή του Μεγάλου Μετεώρου υπό τον νυν ηγούμενο Αρχιμανδρίτη Αλέξιο.
Η νέα Αδελφότητα, η οποία από την εγκατάστασή της μέχρι σήμερα έχει εμπλουτιστεί από πολλά νέα μέλη, νεαρής ηλικίας και υψηλής μορφώσεως, μεριμνά για τη συνέχιση των παραδόσεων και των τυπικών, τη διατήρηση του λειτουργικού κύκλου, τη συντήρηση των κειμηλίων και του αρχαίου Καθολικού, την ανακαίνιση και την αναστήλωση όλων των κτιρίων της και την εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης, τόσο των μοναχών όσο και των προσκυνητών.
Εκτεταμένες εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1998 με την ευκαιρία του εορτασμού της Χιλιετηρίδας της Μονής, ενώ μνημειώδης υπήρξε και ο εορτασμός της, στον οποίο συμμετείχαν ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κων/νος Στεφανόπουλος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο τότε Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Απόστολος Κακλαμάνης, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος, ο τότε Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και μετέπειτα Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, Υπουργοί και άλλοι αξιωματούχοι.
Τότε έγιναν και τα εγκαίνια του Μουσείου της Μονής, το οποίο ήταν το πρώτο που δημιουργήθηκε στο Άγιον Όρος και είναι ίσως το πληρέστερο.
Η προοδευτική πορεία της Μονής δεν ανακόπηκε με τον εορτασμό αυτού του σπουδαίου γεγονότος, αφού οι ανάγκες ολοένα και αυξάνονται.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εργασίες στον ξενώνα της Μονής, ο οποίος ανακαινίσθηκε εκ βάθρων, ενώ ήδη ολοκληρώθηκε η νέα τριώροφη πτέρυγα στον βορειοδυτικό μαντρότοιχο που περιλαμβάνει κελιά μοναχών και χώρους διακονημάτων και άλλων χρηστικών λειτουργειών της μονής.
Η παροχή της πατροπαράδοτης αγιορείτικης φιλοξενίας παρέχεται απλόχερα από τους πατέρες καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αφού υπολογίζεται ότι περίπου 15000 προσκυνητές συρρέουν ετησίως.
Σπουδαία είναι και η διατήρηση των παραδοσιακών αγιορείτικων τεχνών, αφού το μοναστήρι φημίζεται πλέον ειδικά για την αγιογραφία του, την ιδιαίτερης τέχνης ξυλουργική, τη μαρμαρογλυπτική αλλά και τις λοιπές τέχνες που ακμάζουν στο Άγιον Όρος.
ΤΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ
Πολύ σημαντικά είναι και τα κειμήλια που φυλάσσονται στη Μονή, εντός του Καθολικού, αλλά και στο Μουσείο και το Σκευοφυλάκιο. Σπουδαιότερη όλων είναι η εφέστιος εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας του 14ου – 15ου αι., η οποία μεταφέρθηκε θαυματουργικά από την Μονή Βατοπαιδίου, η εφέστιος θαυματουργή εικόνα του Αγ. Γεωργίου, οι φορητές ψηφιδωτές εικόνες των Αγ. Γεωργίου και Δημητρίου του 11ου αι., άλλες εικόνες της περιόδου από τον 11ο ως τον 18ο αι., ευαγγέλια, ιερά σκεύη, άμφια και άλλα λειτουργικά αντικείμενα, χαλκογραφίες, σπάνια βιβλία όπως ο Πορτολάνος του 1573, αρχαία έγγραφα και νομίσματα και πολλά λείψανα Αγίων με σπουδαιότερο της δεξιά χείρα του προστάτου της μονής Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
Απαράμιλλης ομορφιάς και τέχνης είναι τέμπλο του αρχαίου Καθολικού, το οποίο είναι κατά ένα μέρος μαρμάρινο και χρονολογείται από τον 11ο αιώνα και το υπόλοιπο είναι ξυλόγλυπτο με ωραίες αποχρώσεις του χρυσού, του γαλάζιου και του κόκκινου, κατασκευασμένο το 1679.
ΤΟ ΑΓΙΑΣΜΑ
Στην άκρη της παραλίας και πλάι σ’ ένα βράχο ρέει ακατάπαυστα το Αγίασμα του Αγ. Γεωργίου. Πρόκειται για υφάλμυρο – όξινο νερό που πηγάζει μέσα από το βράχο και τα χαλίκια και έχει θεραπευτικές ιδιότητες για την ασθένεια της δυσουρίας, παθήσεις των νεφρών, της χολής κ.ά.
Μάλιστα, στο παλαιό Καθολικό υπάρχει τοιχογραφία του Αγ. Γεωργίου με την επωνυμία «Ο Δυσουρήτης», αναφερόμενη σ’ αυτές τις ιδιότητες του Αγιάσματος. Σύμφωνα με την παράδοση το Αγίασμα ρέει από τα τέλη του 10ου αι., εποχή κατά την οποία κατέφθασε θαυματουργικώς η εφέστιος εικόνα του Αγ. Γεωργίου.
Την περίοδο της εικονομαχίας στην Βασιλεύουσα, η Ι. Εικόνα ρίχθηκε στην πυρά από τους ασεβείς εικονομάχους η οποία όχι μόνο έμεινε ανέπαφη αλλά έσβησε και η φωτιά, αφήνοντάς τους άφωνους. Ανήμποροι να την καταστρέψουν προσπάθησαν να την πλήξουν με μαχαίρι, όμως τότε ανέβλυσε από την εικόνα καθαρό αίμα.
Όταν αποχώρησαν απογοητευμένοι, ένας ευσεβής Χριστιανός την παρέλαβε και αφού προσευχήθηκε την έριξε στη θάλασσα, ικετεύοντας το Άγιο να την οδηγήσει σε ασφαλές μέρος.
Και ποίο ασφαλέστερο μέρος από το Περιβόλι της Παναγιάς; Εκεί την παρέλαβαν οι μοναχοί που ευρίσκοντο στο Μονύδριο του Αγ. Δημητρίου και την μετέφεραν αρχικά εκεί.
Έκτοτε η μονή αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο αφού σύμφωνα με την παράδοση παρουσιάσθηκαν σε όραμα οι δυο Μεγαλομάρτυρες στρατιωτικοί Άγιοι με τον Άγιο Δημήτριο να παραδίδει τα κλειδιά της μονής στον Άγιο Γεώργιο λέγοντάς του ότι εκείνος πλέον θα αφοσιωθεί στην προστασία της Θεσσαλονίκης και τον Άγιο Γεώργιο να αποδέχεται ευχαρίστως αυτή την παραχώρηση της προστασίας της μονής.
Σήμερα η Ιερά Εικόνα βρίσκεται εντός του μεγαλοπρεπούς νέου Καθολικού και μαζί με τη σεπτή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας αποτελούν τα ιερά σεμνώματα της Μονής.
Η εικόνα αυτή του Αγ. Γεωργίου έχει την ιδιομορφία ότι παριστά τον Άγιο πεζό και καθήμενο επί θρόνου και όχι καβαλάρη όπως τον έχουμε συνηθίσει στις περισσότερες εικόνες του, ενώ είναι εμφανές το αποξηραμένο αίμα από την πληγή την οποία δέχθηκε με το μαχαίρι.
ΟΙ ΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ
Όπως όλες οι πανηγύρεις στο Άγιον Όρος, έτσι και η πανήγυρη της Μονής Ξενοφώντος είναι μεγαλοπρεπής και κατανυκτική. Ξεκινά από το απόγευμα της παραμονής της μνήμης του Αγ. Γεωργίου την 23η Απριλίου (6η Μάϊου ν.ημ.) με πανηγυρικό Εσπερινό, ολονύκτια Αγρυπνία έως το πρωί και συνεχίζεται με Αρχιερατική Θεία Λειτουργία και την πανηγυρική μοναστηριακή τράπεζα.
Το απόγευμα της κυριώνυμης ημέρας τελείται το μνημόσυνο των κτιτόρων της Μονής και την επομένη εορτάζεται η μνήμη του Οσίου Ξενοφώντος, του κτίτορος.
Η δεύτερη πανήγυρη της Μονής τελείται την πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου (π.ημ.) προς τιμής της εικόνας της Παναγίας Οδηγητρίας, η οποία εμφανίστηκε με θαυματουργικό τρόπο στο Καθολικό της Μονής προερχόμενη από το Καθολικό της Μονής Βατοπαιδίου, ώστε να καταστεί το παλλάδιο της παλαίφατης Μονής και αέναη προστασία της ξενοφωντινής αδελφότητας.
Μάλιστα στην πανήγυρη αυτή συμμετέχουν ενεργά οι βατοπεδινοί πατέρες, προσφέροντας το λάδι και το κερί ενώ «κρατούν» τον δεξιό χορό και προΐσταται ο καθηγούμενος του Βατοπαιδίου.
Μικρότερη σε χρόνο αλλά όχι σε κατάνυξη τελείται στην ανακομιδή του ιερού λειψάνου του Αγίου Γεωργίου την 3η Νοεμβρίου (16η Νοεμβρίου ν.ημ.).
Η συμμετοχή σ’ αυτές τις πανηγύρεις είναι μοναδική εμπειρία, όπως άλλωστε και κάθε στιγμή που βιώνει κανείς πάνω σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο, το Περιβόλι της Παναγίας.