Η Μανιάτισσα Αλίκη Διπλαράκου ήταν μία από τις γυναίκες, που εσκεμμένα παραβίασε το άβατο του Αγίου Όρους.
Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που εκλέχθηκε Μίς Ευρώπη το 1930. Τότε βέβαια τα Καλλιστεία ήταν ακόμη σεμνά και αυτή συμμετείχε σε αυτά κατά τύχη, καθώς η οικογένειά της ήταν αυστηρών ηθικών αρχών. Για να δεχθεί να συμμετάσχει στα ευρωπαϊκά καλλιστεία, έγινε παρέμβαση από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Αλέξανδρο Ζαΐμη, ο οποίος και την έπεισε, μιλώντας για εθνική υπόθεση (προσέξτε ότι από τότε οι πολιτικοί μας ήξεραν να δίνουν σωστό ήθος στον λαό και είχαν σωστές προτεραιότητες!).
Το ίδιο έτος, μετά τον θρίαμβό της στην Ευρώπη, τον Μάιο του 1930, η 18χρονη Αλίκη έσπασε το άβατο του Αγίου Όρους, ενώ βρισκόταν στη θαλαμηγό του πρώτου μνηστήρα της Γάλλου εφοπλιστή Μωράν, το οποίο είχε αγκυροβολήσει στην Μονή Βατοπεδίου.
Μετά όμως την παραβίαση του αβάτου, η Αλίκη αρρώστησε βαριά, έχασε την υγεία της και κατήντησε στα σανατόρια της Ελβετίας, κινδυνεύοντας να πεθάνει.
Αντιμετωπίζοντας τον επικείμενο θάνατο, αναγνώρισε το σφάλμα της, καί μετανόησε ειλικρινά.
Έστειλε επιστολή μετανοίας στην Ιερά Κοινότητα.
Αλλά ας αφήσουμε τον θρυλικό Ηγούμενο της Μονής Διονυσίου Γέροντα Γαβριήλ, ο οποίος ήταν τότε Αντιπρόσωπος της Μονής στην Κοινότητα, στις Καρυές, να μας δώσει το περιεχόμενο της επιστολής:
«Το 1930 ήμουν αντιπρόσωπος της Μονής μου παρά τη Ιερά Κοινότητι και κατά Οκτώβριον ελήφθη επιστολή της εκλεγείσης «Μις Ελλάς» δεσποινίδος (*) …………. έχουσα επί λέξει ούτως :
“Εν Νταβός Ελβετίας κλπ.
Σεβάσμιοι Πατέρες, σας εξομολογούμαι ολοψύχως το σφάλμα που διέπραξα τον περασμένον Μάϊον εις την Μονήν Βατοπαιδίου.
Έφθασα εκεί δια πλοίου του μνηστήρος μου κ. Μωράν, και συνέπεσε να είναι αγκυροβολημένα εκεί και τα θωρηκτά Λήμνος και Κιλκίς, οπότε ο πονηρός μοι ενέβαλε την σκέψην να ανέλθω εις την Μονήν καίτοι εγνώριζα, ότι απαγορεύετο.
Και δανεισθείσα ναυτικήν στολήν εισήλθον μετά του μνηστήρος μου και περιήλθον εκκλησίας και άλλα μέρη ως ναύτης, χωρίς να με γνωρίσει κανείς…
Έκτοτε Πατέρες μου έχασα την υγείαν μου και κατήντησα εδώ εις τα σανατόρια της Ελβετίας δια την σωτηρίαν μου, και δυστυχώς δεν βλέπω βελτίωσιν.
Εγνώρισα όμως και το πιστεύω ακράδαντα, ότι είναι τιμωρία εκ μέρους της Παναγίας προς την οποίαν ησέβησα, δεν έπρεπε εγώ μορφωμένη κοπέλα να κάμω αυτό που έκαμα, και μετανοώ, τώρα, παρακαλώντας την Παναγία μου να με συγχωρέσει.
Παρακαλέσατε και σεις άγιοι Πατέρες. Προς τούτο, δεχθήτε δε και 5.000 δραχμές, ίνα κάμετε λειτουργίας και παρακλήσεις δια την υγείαν μου.
Μετά πολλού σεβασμού” κλπ.». (δημοσιεύτηκε στο ΑΡΧΙΜ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗ (†), ΤΟ ΑΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», τεύχος 38-39, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 1990, σ. 59).
Φαίνεται ότι η Παναγία δέχθηκε την μετάνοια της Αλίκης και την συγχώρησε. Μετά την εξομολογητική επιστολή, θεραπεύτηκε και έζησε άλλα 72 χρόνια!
Πέθανε το 2002, σε βαθύ γήρας, στην ηλικία 90 ετών, και κηδεύτηκε στην Αγία Σοφία του Λονδίνου, όπου ζούσε παντρεμένη με Άγγλο Λόρδο, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.
Η Παναγία, ως μητέρα, είναι φιλάνθρωπη και γνωρίζει να συγχωρεί τα παιδιά Της. Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει να υπάρχει ειλικρινής μετάνοια.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το περιστατικό που συνέβη στο Άγιον Όρος κατά τον εμφύλιο πόλεμο.
Μαζί με τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού» είχαν εισχωρήσει στο Άγιον Όρος και γυναίκες ανταρτίνες.
Μετά από μία προσωρινή νίκη τους, οι γυναίκες αυτές, μαζί με τους άνδρες αντάρτες, είχαν στήσει χορό στην πλατεία των Καρυών.
Αργότερα είχαν μπει μέσα στην Μονή Ιβήρων, παραβιάζοντας το άβατο της Πορταΐτισσας.
Όλες όσες είχαν διαπράξει αυτήν την μεγάλη αμαρτία, δεν επέστρεψαν ποτέ από το Άγιον Όρος ζωντανές.
Ο Εθνικός Στρατός πέρασε στην αντεπίθεση και στις μάχες σκοτώθηκαν όλες, εκτός από μία, που δεν είχε μπει μέσα στην Μονή Ιβήρων, σεβόμενη την Πορταΐτισσα.
Αυτή στη συνέχεια περιπλανήθηκε εδώ κι εκεί, και κατέφυγε σε κάποιο Κελλί, όπου ένας αγαθός Γέροντας την λυπήθηκε, την έβαλε κρυφά σε μία βάρκα και την πέρασε απέναντι στην Σιθωνία.
Από τότε αυτή κάθε χρόνο από ευγνωμοσύνη έστελνε διάφορα πράγματα ως ευλογία στον μοναχό που την έσωσε από βέβαιο θάνατο, καθώς δεν την παρέδωσε στις αρχές, οι οποίες σίγουρα θα την εκτελούσαν.
Η γυναίκα αυτή είχε παραχωρήσει πριν από 10-15 χρόνια περίπου συνέντευξη στην εφημερίδα «Έθνος», όπου εξιστορούσε την περιπέτειά της.