Στο Νοσοκομείο που νοσηλεύθηκε για τα εγκαύματα [η Γερόντισσα Ταρσώ (1910-1989)], κάποια στιγμή αποφασίσθηκε η έξοδός της, επειδή, όπως είχαν γνωματεύσει οι εφημερεύοντες γιατροί, είχαν θεραπευθεί τα εγκαύματα.
Όταν της το ανακοίνωσαν, εκείνη διαμαρτυρήθηκε.
– Όχι, δεν φεύγω με τίποτα.
Το έκαναν γνωστό στον Καθηγητή, κι εκείνος, κατά την επίσκεψή του στο θάλαμό της, της είπε επίσης, ότι πρέπει να βγει από το Νοσοκομείο γιατί έγινε καλά.
– Τι λες, γιατρέ μου, δεν φεύγω. Εδώ είναι ωραία! Οι αδελφούλες με περιποιούνται, καθώς και τα παλληκάρια σου, οι γιατροί. Θα κάτσω είκοσι μέρες ακόμα…. Μόνο εσύ δεν με έχεις κοιτάξει.
– Καλά θα σε κοιτάξω τώρα κι εγώ και θα φύγεις, αφού είσαι εντάξει.
Και την καθησύχασε.
– Όχι, όχι, εγώ δεν φεύγω, έλεγε.
Εξετάζοντάς την ο Καθηγητής είδε ότι τα εγκαύματά της εσωτερικά «δουλεύανε» ακόμα. Έκρινε τότε σκόπιμο ότι πρέπει να μείνει ακόμη μέσα, όσο χρειασθεί.
Το χρονικό διάστημα ήταν, όπως εκείνη το είπε, είκοσι μέρες.
Από το βιβλίο του Ιωάννη Κορναράκη, “Ταρσώ, η διά Χριστόν σαλή”.