Την άλλη μέρα οι τουρκικές εφημερίδες έγραφαν: στην Τουρκία μόνο ο Πατριάρχης και ο παπα Φώτης κυκλοφούν με ράσο!
Παπα-Φώτης Λαυριώτης ο «δια Χριστόν σαλός»
Είχε πει ο γέροντας Παΐσιος σε κάποιους Μυτιληνιούς που τον επισκέφθηκαν. ”Εσείς εκεί στη Μυτιλήνη έχετε ένα μεγάλο άγιο τον Παπα-Φώτη”.
Κι ο παπα-Φώτης είχε πει για τον Γέροντα Παΐσιο:
-¨Αυτός παιδί μου είναι το διαμάντι της Εκκλησίας μας, τον γνώρισα καλά γιατί μαζί βοηθούσαμε τον Παπα-Τύχωνα¨.
Το ατημέλητο παρουσιαστικό του ήταν πολλές φορές αιτία να μη τον δέχονται στην Εκκλησία, οι πρωτοστάτες ιερείς για συλλείτουργό τους. Εκείνος όμως επέμενε με το «έτσι θέλω» και όταν τον διώχνανε, απαντούσε με τη χαρακτηριστική μυτιληνιά ντοπιολαλιά: «Ησείς μπουρεί να μη μι θέλητι. Μι θέλ’ όμους γ’ άγιους να λειτουργήσου»…! (Γράφει ο Γιώργος Παρασκευαΐδης)
Ένα τρύπιο ράσο είχε πάντα ο παπούλης, και άλλο τίποτα δεν φορούσε από μέσα. Πριν από χρόνια που τα πράγματα στην γείτονα χώρα ήταν πολύ πιο αυστηρά με το πώς κυκλοφορούν οι ιερωμένοι ορθόδοξοι και έπρεπε οπωσδήποτε να φοράς κουστούμι σαν παπάς, πήγε που λες ο παπα Φώτης στον Τσεσμέ, φυσικά χωρίς κουστούμι -ποιο κουστούμι;
Τον σταμάτησαν οι Τούρκοι στο τελωνείο και του είπαν πως δεν μπορεί να περάσει έτσι. Τον διέταξαν να βγάλει το ράσο του…
Χωρίς κανένα πρόβλημα ο ίδιος το έβγαλε… ε, βλέποντάς τον γυμνό εφρίαξαν οι Τούρκοι και του είπαν, καλά, καλά, βάλτο και πέρνα!
Την άλλη μέρα οι τουρκικές εφημερίδες έγραφαν: στην Τουρκία μόνο ο Πατριάρχης και ο παπα Φώτης κυκλοφούν με ράσο!
Μικρασιάτης άνθρωπος ήτανε, μεγάλο καημό είχε κι αυτός για κείνα τα χώματα… συχνά γι’ αυτά μιλούσε…
.. Αυτός λοιπόν ήταν ο παπα-Φώτης. Δεν λογάριαζε ούτε φοβόταν κανέναν. Μόνο το Θεό, γι’ αυτό όλοι ήξεραν την ιδιαιτερότητά του και όχι μόνο τον συγχωρούσαν αλλά και τον αγαπούσαν… Συνέταξε μαζί με τον αείμνηστο καθηγητή του Α.Π.Θ. κ. Φουντούλη της Θεολογικής, το περίφημο Λεσβιακό Αγιολόγιο σε αρκετούς τόμους με 100 περίπου Αγίους. (Γράφει ο Γιώργος Παρασκευαΐδης)
– Μετά από μια αγρυπνία σε ναό της Θεσσαλονίκης, κάποιος παπάς του πήρε κατά λάθος το τρύπιο ράσο αφήνοντας στη θέση του το δικό του, καινούριο και ολομέταξο. Όταν το συνειδητοποίησε ο παπα Φώτης έβαλε τα κλάματα σαν μωρό παιδί γιατί το καινούριο ήταν πολύ ζεστό κι αυτός ήθελε το δικό του το δροσερό.
«Σίγουρα για την εποχή μας, είναι “σημείον αντιλεγόμενον”»
«Ο παπα-Φώτης υπήρξε ένας ταπεινός παραδοσιακός παπάς, μάλλον καλόγηρος, με όλη τη σημασία της λέξεως. Γνωρίσθηκε και ήλθε σε επαφή και πνευματική σχέση με τους αγιασμένους Γέροντες: τον ρώσο παπα-Τύχωνα, απ’ τον οποίο έλαβε την μεγαλοσχημία, τον Όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, τον Σωφρόνιο του Έσσεξ, τον Γέροντα Παύλο Παυλίδη τον Λαυριώτη και ιατρό και φτασμένο πνευματικό και πολλούς άλλους.
Δεν ήθελε τερτίπια και διπλωματίες κατά την επικοινωνία. Ήταν πηγαίος εκφραστής της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Την πίστη του δεν την αντάλλασσε με όλα τα καλά του κόσμου. Δεν συσχηματιζόταν με τα του κόσμου, δεν φοβόταν, ούτε σκιαζόταν τους πολιτικούς και τους άρχοντες…
Οργιζόταν όταν έβλεπε κληρικούς να μην τιμούν το ράσο τους. Κάποιες φορές ήλεγχε τους συναδέλφους του κληρικούς με λόγια σκληρά.
Στηλίτευε άγρια, όπως έκαναν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Ήταν τόσο αληθινός και ποτέ δεν έκρυβε στο βάθος της σκέψεώς του καμιά απολύτως πονηριά ή δόλο. Ήταν στο χαρακτήρα σαν ένα μικρό παιδάκι.
Απεχθανόταν τη διαστροφή και την αναλήθεια. Είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ Τίκα.
Τον ενθυμούμαι να πίνει τον καφέ του με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο. Μάλιστα κάποτε συνέβη κατά την χειροτονία του νυν Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης να λάβει μέρος κατ’ αυτήν και ο παπα-Φώτης. Στη θωριά της απλότητάς του ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Σεραφείμ είπε τον χαρακτηριστικό λόγο του: «όλοι εμείς, ενν. οι αρχιερείς και ιερείς, δεν κάνουμε όσο αυτό το κούτσικο παπαδάκι» (λόγω του κοντού αναστήματός του). Κάποια φορά, την ώρα που μιλούσε με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο κυρό Σεραφείμ την ώρα του κεράσματος τον άκουσα να του λέει: «Μακαριώτατε να εκδώσετε μια εγκύκλιο κατά των εκτρώσεων. Φονιάδες είναι οι γιατροί που κάνουν τέτοια πράγματα»!
Κάποτε τον είδα να φοράει μια κίτρινη παντόφλα στο ένα πόδι και μια ροζ στο άλλο. Αυτά βρήκε, αυτά και φόρεσε. Μέσα στο ταγάρι του είχε ο,τι μπορεί να υποψιασθεί νούς ανθρώπου. Από πετραχήλι και κουκούλιο μέχρι κονσέρβες. Από κεριά, καρβουνάκι και θυμίαμα μέχρι ψυχοχάρτια, κομμάτια πρόσφορα, κρεμμύδια, σκόρδα, φρυγανιές, ελιές και πολλά άλλα.
Κάποιες φορές συνήθιζε να κάνει το μπάνιο του μέσα σ’ ένα βαρέλι κρύο νερό. Άλλοτε πάλι πήγαινε σε πηγές και ρεματιές. Κάποιοι περαστικοί τον περνούσαν για ξωτικό, άλλοι πάλι που τον αναγνώριζαν τον αποκαλούσαν τρελλό. Κάποια φορά μια γυναίκα στο χωριό τους πήγαινε μεσάνυκτα φαγητό στον σύζυγό της που δούλευε σε ελαιοτριβείο. Περνώντας δίπλα από τη ρεματιά είδε μια σκιά να κινείται μέσα στο τρεχούμενο νερό και από τον φόβο της έτρεχε μέσα στο χωριό, παρότι ήταν μεσάνυκτα, φωνάζοντας: «διάβολος διάβολος»! Το θέαμα γινόταν ακόμα πιο τραγικό να τρέχει ο παπα-Φώτης ξωπίσω της εντελώς γυμνός φωνάζοντας δεν είμαι διάβολος, είμαι ο παπα-Φώτης!» (π. Θεμιστοκλέους Χριστοδούλου)
Κάποιος έγραψε για τον παπα-Φώτη:«Παλαβός. Θυμωσιάρης αν του έθιγαν την Ορθοδοξία και αν οι ζωές των ανθρώπων προσέβαλαν το «καθ’ομοίωσιν». Την φασαρία την είχε στο τσεπάκι του, δίπλα στα χαρτάκια των ονομάτων που μνημόνευε, η περιφρόνηση της βόλεψης του ήταν νόμος και οι πράξεις λατρείας προς τον Θεό ο προσωπικός και μοναδικός δογματισμός του. Τα είχες καλά με τον Κύριο, την Παναγία και τους Αγίους; τα είχες καλά και με τον παπα Φώτη…Τα σύνορά του άρχιζαν και τελείωναν στο Αφεντικό του ουρανού και μόνο για μια θέση εκεί προσπαθούσε να υπογράψει την αιώνια σύμβαση, με το αίμα της καρδιάς και την εξουθένωση της σάρκας.»
Ένας άλλος πάλι έγραψε:«Τη φιγούρα του σκυφτού παπα–Φώτη, δεν θα βλέπουμε πια να περιπλανιέται στους δρόμους, στα λαγκάδια και στα βουνά μας. Τώρα πια θ” αλωνίζει στα μονοπάτια των Ουρανών κοντά στους αγγέλους, που πάντα ήξερε πώς να τους μιλά. Άνθρωπος ευσεβής, καλοκάγαθος, που είχε μάθει να προσφέρει από το υστέρημα του. Ολιγαρκής, μακριά από τις πονηριές και την υποκρισία του κόσμου. Μακριά από τα υλικά – φθαρτά και περιττά. Μακριά από τη λαιμαργία που προκαλεί ο πλουτισμός. Ο βίος του μοναχικός, δημιουργικός,φιλεύσπλαχνος».
Άλλος πάλι έγραψε:«Ο ασκητής της ερημιάς των πόλεων και των χωριών, διήνυε συχνότατα μεγάλες αποστάσεις άδειπνος, προσευχόμενος ανάμεσα στους ανθρώπους της αφιλίας και στη φύση, ταγμένος στον Χριστό. Αψηφώντας τις καιρικές συνθήκες καί την ώρα, ο κοντούλης παπα-Φώτης με την καθαρή ματιά, βαδίζοντας σκυφτός, ρακένδυτος, φορώντας ένα παλιό τριμμένο ράσο, πολυκαιρίτικα φθαρμένα παπούτσια, σχεδόν ξυπόλητος ακόμα και το καταχείμωνο, με έναν ντρουβά στον ώμο, οδοιπορούσε επιθυμώντας να οδηγήσει τους ανθρώπους, εικόνες Θεού, στη σωτηρία, ανεβαίνοντας και εκείνος τον Γολγοθά του. Αναζητώντας πάντοτε κάποιο προσκύνημα, τελώντας την Λειτουργία σε κάποιον αγαπημένο του Ναό που ευλαβείτο. Συνήθιζε να βιώνει την Θεία Ευχαριστία και μερικές αιτήσεις ή εκφωνήσεις να τις λέγει σε σερβική, ή ρωσική διάλεκτο, δεικνύοντας μ” αυτό τον τρόπο την οικουμενική διάσταση της Ορθοδοξίας. Το Άγιο Θυσιαστήριο ήταν η Ζωή του! Έβγαινε από την Εκκλησία γεμάτος χαρά. Μετά τη Θεία Λειτουργία λαμποκοπούσε…Περπατούσε ώρες πολλές χαμογελώντας, επιτιμώντας τους ανθρώπους για τα παράλογα που έβλεπε μέσα στο κόσμο της αμαρτίας, διδάσκοντας τον καθένα με ωφέλιμα απλοϊκά λόγια. Δίδασκε το Ευαγγέλιο με την ίδια τη ζωή του. Μαζεύοντας τουβλάκια, μικρά μάρμαρα και ότι άλλο θα χρησίμευε για την κατασκευή του αγαπημένου του ονείρου, του ναού του Αγίου Λουκά.
Το να τον συντροφεύει κανείς ήταν μια ευχάριστη πνευματική εμπειρία. Δεν δίσταζε ακόμα και να τραγουδήσει παλιά παραδοσιακά όμορφα και σπάνια τραγούδια. Για να ευχαριστήσει τους επισκέπτες του, έβγαζε ένα μάτσο από διάφορα χριστιανικά έντυπα, χάρτινες εικόνες, ή ακόμα και φωτογραφίες του, όταν ήταν νεότερος και τις έδινε για ευλογία. Ως άλλος Άγιος Πατροκοσμάς, επισκεπτόταν την πόλη και όλα τα χωριά του νησιού, αλλά και πολλά μέρη της Ελλάδας». (Γράφει ο Στρατής Ανδριώτης)
Επίσης κάποιος άλλος έγραψε:«Ο παπα-Φώτης ο διά Χριστόν σαλός το αηδόνι της Μυτιλήνης που ξετρελάθηκε από την Χαρά της Ανάστασης». Στα γαλάζια μάτια του έβλεπες Χριστό και Ελλάδα.
«Οι σιωνιστές εργάζονται, εμείς τι κάνουμε;
Με το «ευλογείται Γέροντα», αυτή την φράση μου έλεγε κάθε φορά που τον συναντούσα επί 20 και συναπτούς χρόνους γνωριμίας.
Τότε αναρωτιόμουν γιατί το έλεγε κατ΄ επανάληψη και πεισματικά, σήμερα το βιώνουμε όλοι μας!!!
Από τότε αυτή η διά ΧΡΙΣΤΟΝ σαλότητα όσες φορές και κατά ΘΕΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ τον συνάντησα και σε όποιο μέρος τον συνάντησα πάντα με ανάπαυε και γιόμιζα με την άλλη Χαρά φυσικά όχι αυτή του κόσμου.
Μετά την συζήτηση πάντα, μα πάντα με αποχαιρετούσε με το Χριστός Ανέστη για την πατρίδα και καλή αντάμωση στην επουράνια Πατρίδα μας.»
Όσοι έχετε την δυνατότητα, τρέξτε να προσκυνήσετε τον τάφο του, στο χωριό Τρύγωνας της Λέσβου. Η ευωδία που αναδίδεται είναι σα να έρχεται κατ’ ευθείαν από τον παράδεισο.
Πραγματικά ο τάφος του ευωδιάζει. Ευλογημένος τόπος το χωριό του Τρύγωνα, ένα χωριό που τόσο πολύ αγάπησε ο παπαΦώτης και αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάνοντας σπουδαία έργα. Ας έχουμε την ευχή του και την ευλογία του στις δύσκολες μέρες που ζούμε.
Απολυτίκιον Ήχος β’.
Την άχραντον Εικόνα Σου προσκυνούμεν Αγαθέ, αιτούμενοι συγχώρησιν των πταισμάτων ημων, Χριστέ ο Θεός, βουλήσει γαρ ηυδόκησας σαρκί ανελθείν εν τω Σταυρώ, ίνα ρύση ους έπλασας εκ της δουλείας του εχθρού, όθεν ευχαρίστως βοώμέν Σοι, χαράς επλήρωσας τα πάντα, ο Σωτήρ ημών, παραγενόμενος εις το σώσαι τον κόσμον.