Back to top

Γιατί θυμόμαστε;

07/06/2019 - 19:11

Η μνήμη δόθηκε στον άνθρωπο κατά τη δημιουργία του, ώστε να μπορεί μέσω αυτής να έχει συνεχή μνήμη του Θεού και να ενώνεται μ’ Αυτόν μόνιμα και δια του νου και δια της καρδίας. Γράφει ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «μνήμη έσχομεν, ίνα τον Χριστόν φέρωμεν».

Με τη μνήμη του Θεού ο άνθρωπος ενισχύεται στην τήρηση και την εφαρμογή των εντολών, με άλλα λόγια, προφυλάσσεται από τα πάθη και δημιουργεί τις συνθήκες για την ανάπτυξη των αρετών μέσα του.

Η μνήμη του Θεού είναι η κύρια προϋπόθεση και όρος της αγάπης του Θεού, που έχει την ιδιότητα να υποκινεί και να οδηγεί σε αύξηση, η μνήμη του Θεού και η αγάπη του Θεού συμβαδίζουν (στους τελείους και απαθείς κατά τον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο).

Για τον άνθρωπο που την κατέχει, η μνήμη του Θεού γίνεται «ευφροσύνης χαριστική», γεννά στην ψυχή του «ηδονήν τινα άρρητον», όπως λέγει και ο Ψαλμωδός: «εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην» (Ψαλμ. 76,4).

Χάρη στην μνήμη του Θεού, ο άνθρωπος προφυλάσσεται από ξένους λογισμούς, που του υποβάλλει ο Πονηρός. Η μνήμη του Θεού αποκλείει κάθε κακό λογισμό και δεν επιτρέπει την εκδήλωση καμιάς πονηρής διάθεσης. Συνιστά όπλο εναντίον των δαιμόνων, επιτρέποντας στον άνθρωπο αφενός μεν να μη προσβάλλεται από τις επιθέσεις τους, αφετέρου δε να κυριαρχεί πάνω τους, να τους δαμάζει και να τους απομακρύνει.

Όταν η μνήμη χρησιμοποιείται κατά φύση είναι υγιής, ενώ με το αμάρτημα ενεργεί παρά φύση και νοσεί. Η ασθένειά της συνίσταται, στη διαστροφή της και με μεγαλύτερη ακρίβεια στην αναστροφή της δραστηριότητάς της.

Η δεδομένη νόσος της μνήμης επηρεάζει φυσικά το νου, που είναι το όργανό της: στο μέτρο που ο νους γίνεται επιλήσμων του Θεού, βρίσκεται αποξενωμένος σε μια δραστηριότητα ξένη προς αυτόν και γνωρίζει την πνευματική ασφυξία και θάνατο. Παραστατικά ο Άγιος Ισαάκ γράφει ότι, αυτό που συμβαίνει στο ψάρι που βγαίνει από το νερό, συμβαίνει και στο νου, όταν εξέρχεται από τη μνήμη του Θεού και διαχέεται στη μνήμη του κόσμου.

Στην πτώση του ανθρώπου, η λήθη του Θεού παίζει κεντρικό ρόλο παράλληλα με την άγνοια του Θεού, με την οποία είναι ισοδύναμη μ’ αυτήν. Να γιατί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς βλέπει στην εγκατάλειψη της μνήμης και της θεωρίας του Θεού την ουσία του προπατορικού αμαρτήματος. Ο Άγιος Μάρκος ο Ερημίτης και στη συνέχεια ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, θεωρούν, όπως ήδη έχουμε παρατηρήσει ότι η λήθη, μαζί με την άγνοια και τη ραθυμία είναι οι «τρείς γίγαντες του διαβόλου». Από αυτούς προέρχονται όλα τα πάθη και τα κακά, που προσβάλλουν τον πεπτωκότα άνθρωπο.

Ο άγιος Μάρκος ο Ερημίτης σημειώνει: «Υπό ραθυμίας, λήθης τε και αγνοίας, τα των λοιπών παθών υποστηρίγματα κραταιούνται και μεγαλύνονται».

Ο νους, που προηγουμένως ήταν κατειλημμένος μόνο από το λογισμό για το Θεό, τώρα αδιάκοπα κατακλύζεται από την πλημμύρα των κοσμικών αναμνήσεων, που ο αριθμός τους βαθμιαία αυξάνει.

Μαζί με τη φαντασία, η μνήμη γίνεται πραγματικά για τον άνθρωπο η κυριότερη οδός μέσω της οποίας οι ξένοι λογισμοί διεισδύουν στην καρδιά του και καταλαμβάνουν το νου του, αποτελεί ταυτόχρονα μια από τις κυριότερες πηγές λογισμών, που την αλλοτριώνουν. Δια της φαντασίας, ο άνθρωπος λαμβάνει τις περισσότερες παραστάσεις, που αποτελούν γι’ αυτόν υποβολές/ πειρασμούς.

Η μνήμη αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες της υποκίνησης και της διατήρησης των παθών στον πεπτωκότα άνθρωπο. Για το λόγο αυτό, ο Άγιος Ισαάκ θεωρεί τη μνήμη έδρα των παθών, τόπο όπου μπορούμε να συναντήσουμε όλα τα πάθη.

Πράγματι, ο νους του ανθρώπου πολιορκείται και καταλαμβάνεται από ένα πλήθος αναμνήσεως που αφορά στα πράγματα του κόσμου τούτου και στους λογισμούς, εμπαθείς ή όχι, όμως οπωσδήποτε ξένους προς το Θεό. Οι συγκεκριμένες αναμνήσεις πηγάζουν από το νου του ανθρώπου, τόσο εξαιτίας της προσκόλλησής του στον κόσμο, όσο και εξαιτίας της δράσης των δαιμόνων, που επιζητούν μ’ αυτό τον τρόπο (δηλαδή τις αναμνήσεις) κυρίως να τον κρατούν απομακρυσμένο από το Θεό. Σε κάθε περίπτωση όμως οπωσδήποτε η μνήμη του κόσμου αποκλείει τη μνήμη του Θεού.