Κάθε τι το φθαρτό μου φαινόταν ανάξιο. Όταν έβλεπα τους ανθρώπους, πριν καν, κάτι σκεφτώ για αυτούς, τους έβλεπα μέσα στην εξουσία του θανάτου, να πεθαίνουν, και γέμιζε η καρδιά μου ευσπλαχνία για αυτούς.
Δεν επιθυμούσα καμία δόξα απ' τους θνητούς, ούτε εξουσία επ' αυτούς, δεν περίμενα την αγάπη τους. Καταφρονούσα τον υλικό πλούτο, και δεν εκτιμούσα ιδιαίτερα την διανόηση, ως μη ικανή να δώσει απάντηση σ' αυτό που αναζητούσα. Εάν μου προσέφεραν αιώνες ευδαιμονίας, δεν θα τους δεχόμουν.
Το πνεύμα μου, μου απαιτούσε αιώνια ζωή και η αιωνιότητα -όπως κατάλαβα αργότερα- στεκόταν μπροστά μου και με αναγεννούσε αισθητά. Ήμουν τυφλός, χωρίς επίγνωση. Η αιωνιότητα χτυπούσε την πόρτα της καρδιάς μου, που 'χε από φόβο κλειστεί