Κάποια φορὰ ὁ Γέρων Πορφύριος ξεκίνησε μαζὶ μὲ τρία πνευματικὰ τέκνα του νὰ πᾶνε σ’ ἕνα μοναστήρι, γιὰ νὰ τελέσουν ἕνα Ἑσπερινό.
Ἀρχικά, εἶπαν νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια. Ἀφοῦ, ὅμως, περπάτησαν κάποια ἀπόσταση κι ἐπειδὴ ὁ Γέρων Πορφύριος ἦταν κουρασμένος, σκέφτηκαν, μιὰ καὶ τὸ μοναστήρι ἐκεῖνο ἦταν κάπως μακριά, νὰ βροῦν ἕνα μεταφορικὸ μέσον, ἀντὶ νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια.
Ἐκείνη τὴν ὥρα φάνηκε ἀπὸ μακριὰ ἕνα ταξί. Εἶπαν τότε στὸν Γέροντα οἱ συνοδοί του – καὶ οἱ τρεῖς λαϊκοί, ὄχι κληρικοί– νὰ κάνουν ἕνα νεῦμα στὸ ταξὶ νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ ρωτήσουν τὸν ὁδηγὸ ἂν μποροῦσε νὰ τοὺς μεταφέρει στὸ μοναστήρι.
«Μὴ φοβᾶστε», τοὺς εἶπε, «θὰ σταματήσει μόνος του ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί. Ἀλλά, ὅταν θὰ μποῦμε στὸ ταξί, νὰ μὴ μιλήσει κανένας σας στὸν ὁδηγό, μόνο ἐγὼ θὰ τοῦ μιλήσω».
Ἔτσι κι ἔγινε. Σταμάτησε ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί, χωρὶς αὐτοὶ νὰ τοῦ κάνουν νεῦμα, μπῆκαν μέσα καὶ ὁ πατὴρ Πορφύριος εἶπε στὸν ὁδηγὸ τὸν προορισμό τους.
Μόλις ξεκίνησαν, ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξὶ ἄρχισε νὰ καταφέρεται ἐναντίον τῶν κληρικῶν καὶ νὰ τοὺς κατηγορεῖ γιὰ χίλια δυὸ πράγματα. Καὶ κάθε φορά, ποὺ ἔλεγε κάτι, ἀπευθυνόταν στοὺς τρεῖς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι κάθονταν στὸ πίσω μέρος τοῦ ταξὶ καὶ τοὺς ρωτοῦσε: «Ἔτσι δὲν εἶναι, βρὲ παιδιά; Τί λέτε κι ἐσεῖς;». Ἐκεῖνοι, ὅμως, τσιμουδιά ∙ δὲν ἔλεγαν τίποτε, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος. Ἀφοῦ εἶδε κι ἀπόειδε ὁ ὁδηγὸς ὅτι δὲν τοῦ ἀπαντοῦσαν οἱ ἄλλοι, στράφηκε στὸν Γέροντα Πορφύριο καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔτσι δὲν εἶναι, παππούλη; Τί λὲς κι ἐσύ; Δὲν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ τὰ γράφουν κι οἱ ἐφημερίδες;».
Τοῦ λέει τότε ὁ Γέρων Πορφύριος: «Παιδί μου, θὰ σοῦ πῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία, θὰ σοῦ τὴν πῶ μιὰ φορά ∙ δὲν θὰ χρειαστεῖ δεύτερη». Κι ἄρχισε νὰ τοῦ ἀφηγεῖται:
«Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ τάδε μέρος (ὁ Γέροντας τὸ ἀνέφερε), ποὺ εἶχε ἕνα ἡλικιωμένο γείτονα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα μεγάλο κτῆμα. Μιὰ νύκτα τὸν σκότωσε καὶ τὸν ἔθαψε. Στὴ συνέχεια, μὲ διάφορα πλαστὰ χαρτιά, πῆρε τὸ κτῆμα τοῦ γείτονά του καὶ τὸ πούλησε. Καὶ ξέρεις τί ἀγόρασε μὲ τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα πῆρε πουλώντας αὐτὸ τὸ κτῆμα; Ἀγόρασε ἕνα ταξί».
Μόλις ἄκουσε αὐτὴ τὴν ἀφήγηση ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί, τόσο πολὺ συγκλονίστηκε, ποὺ σταμάτησε τὸ αὐτοκίνητο στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ φώναξε: «Μὴ πεῖς τίποτε, παππούλη ∙ μόνο ἐγὼ τὸ ξέρω αὐτὸ κι ἐσύ».
«Τὸ ξέρει κι ὁ Θεός», τοῦ ἀπάντησε ὁ Γέρων Πορφύριος. «Ἐκεῖνος μοῦ τὸ εἶπε, γιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ. Καὶ νὰ φροντίσεις ἀπ’ ἐδῶ κι ἐμπρὸς ν’ ἀλλάξεις ζωή».
Διήγηση τοῦ Παν. Σωτήρχου. Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κλείτου Ἰωαννίδη «Ὁ Γέρων Πορφύριος. Μαρτυρίες καὶ Ἐμπειρίες».