ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΔ/ 22 – 34 – 22
Καί ευθέως ηνάγκασεν ο Ιησούς τούς μαθητάς αυτού εμβήναι εις τό πλοίον καί προάγειν αυτόν εις τό πέραν, έως ού απολύση τούς όχλους.
23 καί απολύσας τούς όχλους ανέβη εις τό όρος κατ ιδίαν προσεύξασθαι. οψίας δέ γενομένης μόνος ήν εκεί. 24 τό δέ πλοίον ήδη μέσον τής θαλάσσης ήν, βασανιζόμενον υπό τών κυμάτων ήν γάρ εναντίος ο άνεμος. 25 τετάρτη δέ φυλακή τής νυκτός απήλθε πρός αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί τής θαλάσσης. 26 καί ιδόντες αυτόν οι δέ μαθηταί επί τήν θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι, καί από τού φόβου έκραξαν.
27 ευθέως δέ ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων Θαρσείτε, εγώ ειμι μή φοβείσθε. 28 αποκριθείς δέ αυτώ ο Πέτρος είπε Κύριε, ει σύ εί, κέλευσόν με πρός σέ ελθείν επί τά ύδατα 29 ο δέ είπεν, Ελθέ. καί καταβάς από τού πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τά ύδατα ελθείν πρός τόν Ιησούν. 30 βλέπων δέ τόν άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, καί αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων Κύριε, σώσόν με.
31 ευθέως δέ ο Ιησούς εκτείνας τήν χείρα επελάβετο αυτού καί λέγει αυτώ Ολιγόπιστε! εις τί εδίστασας; 32 καί εμβάντων αυτών εις τό πλοίον εκόπασεν ο άνεμος. 33 οι δέ εν τώ πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες Αληθώς Θεού υιός εί. 34 Καί διαπεράσαντες ήλθον εις τήν γήν Γεννησαρέτ.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΔ/ 22 – 34
22 Και αμέσως ο Ιησούς ηνάγκασε τους μαθητάς να εισέλθουν στο πλοίον και να πάνε προ αυτού στο απέναντι μέρος, μέχρις ότου αυτός απολύση τα πλήθη του λαού. (Τούτο δε το έκαμε δια να μη παρασυρθούν και οι μαθηταί από τον άκριτον ενθουσιασμόν των ανθρώπων αυτών, που ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλέα).
23 Αφού δε διέλυσε τα πλήθη, ανέβη στο όρος, δια να προσευχηθή μόνος και απερίσπαστος. Οταν δε άρχισε να νυκτώνη, ήτο μόνος. 24 Το δε πλοίον ευρίσκετο στο μέσον της θαλάσσης και εταλαιπωρείτο πολύ από τα κύματα, διότι ήτο αντίθετος ο άνεμος. 25 Κατά δε τα χαράματα, το τέταρτον τρίωρον της νυκτός, κατά τον χρόνον που η τετάρτη βάρδια των φρουρών ανελάμβανε υπηρεσίαν, ήλθεν ο Ιησούς προς τους μαθητάς περιπατών επάνω εις την θάλασσαν.
26 Οταν δε τον είδαν οι μαθηταί να περιπατή επάνω εις την θάλασσαν, εταράχθησαν και έλεγαν ότι είναι φάντασμα και από τον φόβον έκραξαν. 27 Αμέσως όμως ωμίλησεν ο Ιησούς προς αυτούς και τους είπε· θάρρος, εγώ είμαι· μη φοβείσθε. 28 Απεκρίθη δε εις αυτόν ο Πετρος και είπε· Κυριε, εάν είσαι συ, διάταξέ με να έλθω προς σε περιπατών επάνω εις τα νερά. 29 Ο δε Κυριος του είπε· έλα. Κατέβηκε ο Πετρος από το πλοίον και επεριπάτησε επάνω εις τα νερά, δια να έλθη στον Ιησούν.
30 Οταν όμως είδε τον άνεμον ισχυρόν, εφοβήθη, εκλονίσθη η πίστις του, ήρχισε να βυθίζεται και εφώναξε δυνατά λέγων· Κυριε σώσε με. 31 Αμεσως δε ο Ιησούς άπλωσε το χέρι του, τον έπιασε και του είπε· ολιγόπιστε διατί εκλονίσθης εις την πίστιν και εδειλίασες;
32 Οταν δε ανέβησαν στο πλοίον, έπαυσε ο άνεμος. 33 Οι μαθηταί, που ήσαν στο πλοίον, ήλθαν, εγονάτισαν με σεβασμόν προς αυτόν και είπαν· αληθινά συ είσαι Υιός του Θεού. 34 Και αφού διέσχισαν την θάλασσαν, ήλθαν εις την χώραν της Γεννησαρέτ.