Όταν ο Πνευματικός Παπά Γαβριήλ είχε γυρίσει από τον κόσμο, στη Νέα Σκήτη, είχε βαριά αρρωστήσει για θάνατο ο Μοναχός Κύριλλος από την Καλύβα «Ζωοδόχου Πηγής» κι επειδή πλησίαζε η ώρα της εκδημίας του, κάλεσε τον πνευματικό του να εξομολογηθεί το έτος 1965.
Ο Πνευματικός Παπά Εφραίμ προσπάθησε να βοηθήσει τον πάσχοντα για να εξομολογηθεί, αλλά ο ασθενής έλεγε, πώς στον αριστερό ώμο του είναι κολλημένο ένα χαρτί πού γράφει, αλλά τι γράφει δεν μπορούσε να πει.
Πήγε κι άλλος Πνευματικός, ο Παπά Χαράλαμπος από τα γύρω ασκητικά Καλύβια, αλλά κι αυτός στάθηκε αδύνατο να βοηθήσει τον ψυχορραγούντα αδελφό Κύριλλο.
Τότε ο κατά σάρκα αδελφός του Παπά Νεόφυτος κι εκείνος Πνευματικός, κάλεσε και τον γέροντα Πνευματικό Παπά Γαβριήλ Λευτεριώτη, ο οποίος, μ’ όλη την αδελφική αγάπη, πήγε κοντά στον ασθενή και σανέμπειρος Πνευματικός, όταν του είπε για το χαρτί, ρώτησε το Μοναχό Κύριλλο να του πει τί ακριβώς βλέπει. Ο ασθενής είπε, πώς στα δεξιά βλέπει δυο λευκοφόρους Αγγέλους και στα αριστερά ήταν έτοιμοινα αρπάξουν την ψυχή του πολλοί Δαίμονες, ο ένας από τους οποίους με την ουρά του γύριζε κι έπαιζε με το κομποσκοίνι του ησυχαστή Γέροντα Ιωσήφ, πού βρίσκονταν κι αυτός εκεί.
Ο Πνευματικός Παπά Γαβριήλ, παρεκάλεσε όλους τους αδελφούς να βγουν έξω από το δωμάτιο του ασθενή και ρώτησε για δεύτερη φορά το Μοναχό Κύριλλο να του πει τα κρυπτά της καρδίας του.
Αφού ο ασθενής τα είπε όλα, τότε τον ρώτησε αν το χαρτί είναι κολλημένο εκεί που αρχικά το αισθανόταν.
Ο Πνευματικός αφού του είπε αυτά, διάβασε τη συγχωρητική ευχή, κι όταν τελείωσε πήρε το πετραχήλι κι ο ασθενής είπε στον Πνευματικό, πώς το χαρτί κόλλησε πάνω στο πετραχήλι και σβήσανε τα αμαρτήματά του, πού ήταν γραμμένα σ’ αυτό, και με το λόγο αυτό, παρέδωσε το πνεύμα και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο των μακαρίων.
Η πείρα και διάκριση του Πνευματικού, βοήθησε τον αδελφό Κύριλλο να εξομολογηθεί και να καθαριστεί από τις ανθρώπινες αδυναμίες του, με διερμηνέα και βοηθό τον Άγγελο φύλακα της ψυχής.