Στις 30 Μαϊου 1975 ο Πατήρ Παΐσιος επέστρεψε από το Ησυχαστήριο στο Άγιον Όρος, και την επόμενη μέρα πήγε να επισκεφθεί τον γερο-Φιλάρετο και τον π. Βαρθολομαίο.
Πλησιάζοντας στο Κελλί τους, ένιωσε έντονη ευωδία και, μόλις άνοιξε την πόρτα, η ευωδία αυτή έγινε πιο δυνατή. Μπαίνοντας μέσα, βρήκε τον γερο-Φιλάρετο πεσμένο κάτω, και από τα πόδια του που ήταν γεμάτα πληγές, έτρεχαν υγρά. Ενώ όμως θα έπρεπε να αναδίδεται δυσωδία, ο γερο-Φιλάρετος ευωδίαζε, όπως ευωδίαζαν και όλα γύρω του από την ευωδία της «ευωδιασμένης ψυχής του». Ο Πατήρ Παΐσιος τον περιποιήθηκε όσο μπόρεσε και ζήτησε από τον π. Βαρθολομαίο να μείνει εκείνο το βράδυ μαζί τους, μήπως χρειασθούν κάποια βοήθεια. Εκείνος δεν δέχθηκε και του είπε να πάει την επόμενη μέρα, οπότε ο Όσιος επέστρεψε στο Κελλί του.
Τα μεσάνυχτα όμως, ενώ έκανε το Μεσονυκτικό με κομποσχοίνι, βλέπει ξαφνικά τον γερο-Φιλάρετο με φωτεινό πρόσωπο μικρού παιδιού να φεύγει στον Ουρανό μέσα σε ουράνιο φως. Από αυτό κατάλαβε ότι η εξαγνισμένη ψυχή του ανεπαύθη εν Κυρίω.
Και μια άλλη φορά, ενώ προσευχόταν στο Κελλί του, είδε ξαφνικά σαν σε τηλεόραση να γίνεται στο Ησυχαστήριο κηδεία, και την ψυχή της κεκοιμημένης, όμοια με κοριτσάκι δώδεκα ετών, να ανεβαίνει στον Ουρανό και να πηγαίνει κατευθείαν στον χορό των Μοναχών. Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει ποια Αδελφή ήταν. Την έβλεπε, αλλά δεν την αναγνώριζε. «Νέα δεν είναι, έλεγε, από τις μεγάλες δεν είναι. Άγνωστη φαίνεται». Ήταν μία ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία, ενώ ήταν βαριά άρρωστη, ήρθε στο Ησυχαστήριο και έγινε μοναχή, και σε δώδεκα μέρες αναχώρησε για την αληθινή ζωή.