Σήμερα, Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με το εορτολόγιο του 2023 τιμάται η μνήμη της Αγίας Ερμιόνης κόρης Αποστόλου Φιλίππου, του Προφήτου Μωϋσέως Θεόπτου και του Οσίου Ανθίμου του νέου από την Κεφαλονιά.
Σήμερα, σύμφωνα με το εορτολόγιο, έχουν γιορτή οι:
- Ερμιόνη, Ερμίνα
- Μωυσής, Μωσής, Μωυσία, Μωσία
- Ροζαλία, Ρόζυ, Ρόζα
Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης
Ο Μωυσής είναι μια ιδιαίτερα εξέχουσα προσωπικότητα όσον αφορά τη Βιβλική αφήγηση, αλλά και ευρύτερα τα ιουδαϊκά, χριστιανικά συγγράμματα. Γεννήθηκε στις 7 Αδάρ του έτους 1593 π.Χ και απεβίωσε στις 7 Αδάρ του έτους 1473 π.Χ. (με το σημερινό ημερολόγιο - 1393 π.Χ. με 1273 π.Χ.)
Ο λαός του Μωυσή ήταν μια ομάδα οικογενειών που ζούσαν νομαδικά και είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο με τον πατέρα τους τον Ιακώβ, ή αλλιώς Ισραήλ, για να γλιτώσουν από τη λιμοκτονία (Γέν 46:1-27). Για δεκαετίες συνυπήρχαν ειρηνικά με τους Αιγύπτιους γείτονές τους. Αλλά άλλαξαν τα πράγματα όταν ανέλαβε την εξουσία ένας καινούριος Φαραώ. «Βλέπετε ότι αυτοί οι Ισραηλίτες είναι λαός πολυάριθμος και ισχυρότερος από μας! Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο για να μην πολλαπλασιάζονται συνεχώς», είπε στο λαό του (Έξοδος 1:9). Το σχέδιο για τον έλεγχο του πληθυσμού των Ισραηλιτών ήταν πρώτα να τους κάνουν «να υπηρετούν ως δούλοι υπό τυραννία» και στη συνέχεια να διατάξουν τις Εβραίες μαίες να σκοτώνουν κάθε αρσενικό παιδί που γεννούσαν οι γυναίκες των Ισραηλιτών. Ωστόσο, οι θαρραλέες μαίες επειδή "φοβούνταν τον Θεό" άφηναν τα παιδιά να ζουν κι έτσι οι Ισραηλίτες συνέχιζαν να αυξάνονται (Έξοδος 1:20). Ο βασιλιάς της Αιγύπτου διέταξε τότε: «Κάθε νεογέννητο γιο θα τον ρίχνετε στον ποταμό Νείλο».
Ένα αντρόγυνο Ισραηλιτών, ο Αμράμ και η Ιωχαβέδ, «δεν φοβήθηκαν τη διαταγή του βασιλιά» και με κίνδυνο της ζωής τους έκρυψαν τον νεογέννητο γιο τους ώστε να μην εκτελεστεί (Έξοδος 2:1). Το αγόρι αυτό περιγράφτηκε αργότερα ως «πανέμορφος», ή «αρεστός», «ενώπιον του Θεού» (Πράξεις των Αποστόλων 7:20). Μετά από τρεις μήνες δεν μπορούσαν πλέον οι γονείς του Μωυσή να τον κρύβουν. Μη έχοντας άλλη ελπίδα, η Ιωχαβέδ έβαλε το βρέφος σε ένα κιβώτιο από πάπυρο και το άφησε στον ποταμό Νείλο, σε μέρος όπου πιθανότατα θα το έβρισκαν.
Το μικρό κιβώτιο βρέθηκε σύντομα από την κόρη του Φαραώ που είχε πάει όπως συνήθιζε στον ποταμό για να λουστεί. Όταν το άνοιξε, είδε το παιδί να κλαίει. Τότε ένιωσε συμπόνια για αυτό, αν και είπε: «Αυτό είναι ένα από τα παιδιά των Εβραίων». Έτσι, αποφάσισε να το υιοθετήσει και του έδωσε το όνομα Μωυσής, όπως είπε: «Επειδή τον ανέσυρα από το νερό» (εδ. 6, 10). Με έξυπνο χειρισμό, η αδελφή του βρέφους Μωυσή, η Μαριάμ, διευθέτησε να τον θηλάζει η ίδια η μητέρα του, η Ιωχαβέδ. Καθώς στους αρχαίους χρόνους τα παιδιά συνήθως θήλαζαν επί αρκετά χρόνια, η Ιωχαβέδ είχε προφανώς την ευκαιρία να διδάξει τον Μωυσή σχετικά με "τον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ" (Έξοδος 3:6). Όταν παραδόθηκε τελικά στην κόρη του Φαραώ, ως μέλος του οίκου του Φαραώ, «ο Μωυσής διδάχτηκε όλη τη σοφία των Αιγυπτίων». Μάλιστα αποδεικνυόταν «δυνατός στα λόγια και στις πράξεις του» (Πράξεις των Αποστόλων 7:22).
Όταν έγινε σχεδόν 40 ετών, ο Μωυσής πιθανότατα φαινόταν να είναι έτοιμος να γίνει ένας εξέχων Αιγύπτιος ηγέτης. Η δύναμη και τα πλούτη του σπιτικού του Φαραώ θα μπορούσαν να αποτελέσουν εγγύηση για αυτή την εξέλιξη.
Μια μέρα ο Μωυσής «είδε κάποιον Αιγύπτιο να χτυπάει κάποιον Εβραίο από τους αδελφούς του», γεγονός που του προκάλεσε αγανάκτηση. Επί δεκαετίες ο Μωυσής απολάμβανε τα πλεονεκτήματα τόσο της εβραϊκής όσο και της αιγυπτιακής ταυτότητάς του. Όταν όμως είδε να απειλείται η ζωή ενός Ισραηλίτη αδελφού του, ανέλαβε άμεση και αμετάκλητη δράση: «Πάταξε τον Αιγύπτιο και τον έκρυψε στην άμμο» (Έξοδος 2:11,12). Έτσι, «αρνήθηκε να αποκαλείται γιος της κόρης του Φαραώ, επιλέγοντας να υφίσταται κακομεταχείριση με το λαό του Θεού μάλλον παρά να έχει την προσωρινή απόλαυση της αμαρτίας» (Εβραίους 11:24, 25).
Όταν ο Φαραώ έμαθε για το φόνο, ο Μωυσής αναγκάστηκε να καταφύγει στην εξορία. Εγκαταστάθηκε στη Μαδιάμ, στα βορειοδυτικά της αραβικής χερσονήσου, και παντρεύτηκε τη Σεπφώρα, την κόρη ενός νομαδικού αρχηγού ονόματι Ιοθόρ (Ραγουήλ). Μαζί της απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσώμ και τον Ελιέζερ (Έξοδος 2:15, 21· 18:2-4).
Για μια περίοδο 40 ετών, ο Μωυσής ζούσε ως απλός ποιμένας, έχοντας πάψει να πιστεύει ότι αυτός θα μπορούσε να ηγηθεί στην απελευθέρωση του λαού του από τον καταπιεστικό αιγυπτιακό ζυγό. Κάποια μέρα, όμως, βρέθηκε με τα ποίμνιά του Ιοθόρ σε ένα σημείο κοντά στο Όρος Χωρήβ. Εκεί, ο Θεός έκανε την παρουσία του αισθητή ενώπιον του Μωυσή μέσα σε μια φλεγόμενη βάτο και τον πρόσταξε: «Βγάλε το λαό μου, τους γιους του Ισραήλ, από την Αίγυπτο». Αλλά η απάντηση του Μωυσή έκανε φανερό ότι επρόκειτο πλέον για έναν άνθρωπο διστακτικό, επιφυλακτικό και αβέβαιο για τον εαυτό του. «Ποιος είμαι εγώ», ικετεύει, «που θα πάω στον Φαραώ και θα βγάλω τους γιους του Ισραήλ από την Αίγυπτο;» (εδ. 10, 11). Μάλιστα αποκαλύπτει ένα προσωπικό του ελάττωμα: «Είμαι βραδύγλωσσος, τραυλίζω» (Έξοδος 4:10). Φαίνεται πως τα 40 χρόνια της ποιμενικής ζωής ταπείνωσαν και ωρίμασαν τον Μωυσή. Αργότερα, οι Γραφές κατέγραψαν σχετικά με τον Μωυσή ότι «ήταν πολύ πιο πράος από όλους τους ανθρώπους που υπήρχαν πάνω στην επιφάνεια της γης» (Αριθμοί 12:3).
Ο Θεός τον ενίσχυσε για να αναλάβει την ηγεσία ώστε να καθοδηγήσει το λαό Ισραήλ από τη δουλεία της Αιγύπτου στη Γη της Επαγγελίας της Χαναάν. «Εγώ θα είμαι μαζί σου», Του είπε (εδ. 12). Ο Θεός τον διόρισε προφήτη και εκπρόσωπό Του και του παρείχε τη δύναμη να εκτελέσει τρία θαύματα που θα αποτελούσαν σημεία, ή διαπιστευτήρια, για την προέλευση του διορισμού του (Έξοδος 4:1-9). Ο Θεός τού λέει ότι ο αδελφός του, ο Ααρών, "θα ήταν στόμα για εκείνον" και θα μιλούσε αντ' αυτού (εδ. 14-17).
Ο Μωυσής επέστρεψε μαζί με την οικογένεια του στην Αίγυπτο (εδ. 20). Ένας νέος Φαραώ είχε αναλάβει πλέον την εξουσία (Έξοδος 2:23).
Ο 80χρονος Μωυσής και ο 83χρονος Ααρών εμφανίστηκαν ενώπιον του Φαραώ και της αυλής του για να μεταφέρουν το αίτημα για την απελευθέρωση του λαού Ισραήλ (Έξοδος 7:6, 7). Μεταξύ των μάγων ιερέων ηγούνταν ο Ιαννής και ο Ιαμβρής (2 Τιμόθεο 3:8). Ο Ααρών με την υπόδειξη του Μωυσή εκτελεί το πρώτο θαύμα ενώπιον του Φαραώ αποδεικνύοντας την υπεροχή του Θεού έναντι των θεών της Αιγύπτου. Παρ' όλα αυτά, ο Φαραώ αποδεικνύεται ακόμη πιο ισχυρογνώμων και δεν εξαποστέλλει το λαό του Μωυσή (εδ. 7:8-13).
Έτσι, άρχισε μια σειρά από δέκα πληγές οι οποίες επήλθαν στο Φαραώ και το λαό του. Οι τρεις πρώτες έπληξαν και τους Ισραηλίτες επίσης (οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Γεσέν) αλλά από την τέταρτη πληγή και έπειτα πλήττονταν μόνο οι Αιγύπτιοι (εδ. 8:22, 23).
Οι πληγές ήταν οι εξής:
- Τα νερά του ποταμού Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, με αποτέλεσμα να ψοφήσουν τα πλάσματα που ζούσαν σε αυτόν και να υπάρχει έλλειψη πόσιμου νερού (εδ. 7:14-21)
- Βάτραχοι κάλυψαν όλη την επικράτεια της Αιγύπτου, μπαίνοντας στα σπίτια των ανθρώπων (εδ. 8:1-15)
- Ο αέρας της Αιγύπτου γέμισε με σκνίπες, παρενοχλώντας ανθρώπους και ζώα (εδ. 8:16-19)
- Σμήνη από αλογόμυγες εισέβαλλαν σε κάθε κατοικία των Αιγυπτίων, σε σημείο που, όπως αναφέρει η αφήγηση, «η γη καταστράφηκε από τις αλογόμυγες» (εδ. 8:20-32)
- Βαριά επιδημία έπληξε όλα τα κοπάδια των Αιγυπτίων, ώστε «κάθε είδους ζωντανά της Αιγύπτου άρχισαν να ψοφούν» (εδ. 9:1-7)
- Άνθρωποι και ζώα γέμισαν εξανθήματα, μεγάλα σπυριά και πληγές (εδ. 9:8-12)
- Έπεσε βροχή από «πολύ βαρύ χαλάζι, που όμοιό του δεν είχε πέσει ποτέ στην Αίγυπτο μέχρι τότε», τσακίζοντας ανθρώπους, ζώα και βλάστηση (εδ. 9:13-26)
- Σκοτείνιασε η γη της Αιγύπτου από τα σμήνη των ακρίδων, τα οποία κατέφαγαν τη βλάστηση και τους καρπούς που είχαν απομείνει από την πληγή του χαλαζιού (εδ. 10:3-20)
- Για τρεις ημέρες πυκνό σκοτάδι σκέπασε όλη την αιγυπτιακή επικράτεια, σκοτάδι που «μπορούσε κανείς να το ψηλαφίσει» σαν να επρόκειτο για πολύ πυκνή ομίχλη (εδ. 10:21-29)
- Πατάχτηκαν με θάνατο όλοι οι πρωτότοκοι γιοι των Αιγυπτίων—περιλαμβανομένου και του γιου του Φαραώ—καθώς και τα πρωτότοκα των ζώων τους, πράγμα που προκάλεσε ανείπωτο θρήνο (εδ. 10:4-8, 29-32)
Παρά το ισχυρό πλήγμα που επέφερε σταδιακά η κάθε πληγή, η καρδιά του Φαραώ «δεν ανταποκρινόταν» — είχε «βαρύνει από το πείσμα» και σκληρύνθηκε από την «ισχυρογνωμοσύνη» (εδ. 7:14· 8:15).
Σύμφωνα με το saint.gr, ταπεινωμένος από την δύναμη του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήσει να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρηση τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξη τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ' εντολή του θεού χτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διαχώρισε στα δύο. Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν.
Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ωδή, «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν, βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν» (Έξ. 15, 1-2), που έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.
Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή.
Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψη της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό, τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.
Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.» (Έξ. 32, 32).
Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ' υπαγόρευση του θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θείο φώς, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, που αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήσει με τον Θεό.
Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ' ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ' έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.
Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.
Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους. Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ' αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον θεό να μην εισέλθει στην γη της Επαγγελίας.
Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.
Εκεί, στις στέπες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Έπειτα έχρισε ως διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον θεό την ωδή, «Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου...» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ (ή Νεβώ), όπου είχε ανεβεί για να του δείξει ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθει κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ' αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.