Ή πλέον συνηθισμένη τέχνη καί παγίδα πού χρησιμοποιεί ό διάβολος, ώστε νά αποτρέψει τόν άνθρωπο νά πάει γιά εξομολόγηση, είναι ή ντροπή!
Μέ έντεχνες σκέψεις, βάζει στόν άνθρωπο τήν αίσθηση τής ντροπής, ώστε νά σκέπτεται νά ξεστομίσει στόν πνευματικό καί κάποιες εξευτελιστικές αμαρτίες του…
Κρύβοντας όμως τίς αμαρτίες του ό εξομολογούμενος, προσθέτει ένα ακόμη βαρύτατο καί θανάσιμο αμάρτημα πάνω στά ήδη υπάρχοντα…
Γιατί όπως λένε οί παλαιοί Άγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας μας, άν από τίς 100 αμαρτίες εξομολογηθούμε τίς 99 καί κρύψουμε μία, τότε καί οί 99 πού εξομολογηθήκαμε, παραμένουν ασυγχώρητες!
Ούτε δάκρυα, ούτε νηστείες, ούτε αγρυπνίες, μετάνοιες, κομποσχοίνια, ελεημοσύνες, αρετές, καί άλλες αγαθοεργίες, είναι ικανές νά σβήσουν έστω καί μία αποκρυπτόμενη στήν εξομολόγηση αμαρτία.
Στό σημείο αυτό θά παραθέσουμε τά λόγια ενός σεβάσμιου Αρχιερέως, παρμένα από μία πραγματική ιστορία…
(Λόγω τού απορρήτου τής εξομολογήσεως δέν ειπώθηκαν ονόματα)
Διηγείται ό ίδιος…
~ «Ένα απόγευμα, πρίν από μερικά χρόνια, μέ ειδοποίησαν τηλεφωνικώς νά πάω επειγόντως σέ ένα γυναικείο Μοναστήρι, έξω από τήν Αθήνα. Τό μοναστήρι αυτό, τό είχα επισκεφθεί καί παλαιότερα, καί ήταν γνωστό γιά τήν τάξη, τήν σοβαρότητα, καί τήν φιλανθρωπία του.
Όταν μέ τήν βοήθεια τής Παναγίας μας έφθασα εκεί, ή σεβαστή Γερόντισσα καί ηγουμένη τής μονής μέ υποδέχθηκε μέ μεγάλη χαρά αλλά καί ανησυχία. Αφού προσκύνησα στόν ναό, μέ πήρε ιδιαιτέρως καί μού είπε κλαίγοντας.
–Σεβασμιώτατε, γνωρίζετε, ότι βρίσκομαι στόν χώρο αυτό, από μικρής σχεδόν ηλικίας, γιά 50 περίπου χρόνια.
–Τό γνωρίζω Γερόντισσα, τής είπα.
–Μού συνέβη κάτι συγκλονιστικό, συνέχισε, θά ήμουν πεθαμένη τώρα αλλά μέ λυπήθηκε ή Παναγία καί μέ γύρισε πίσω!
–Τί λέτε Γερόντισσα…Πώς έγινε αυτό;
Ή αγωνία μου είχε πιά κορυφωθεί.
–Γιά πολλές μέρες οί αδελφές, μέ περίμεναν νά ξεψυχίσω… Οί γιατροί μού έδιναν ώρες ζωής, γιατί βρισκόμουν πιά σέ βαρύ κώμα…
Παραδόξως όμως, ούτε πέθαινα αλλά ούτε καί καλυτέρευα.
Καί ξαφνικά, στόν μήνα επάνω, γίνομαι τελείως καλά καί σηκώνουμε όρθια πρός γενική κατάπληξη όλων εδώ, καί ιδιαιτέρως δική μου…Πόσο πικράθηκα όμως γι΄ αυτή τήν «επιστροφή » μου…
–Πικραθήκατε αντί νά χαρείτε;
–Ναί Σεβασμιώτατε, καί ακούστε τό «γιατί» . Κατέβηκα λοιπόν μετά τήν «ανάστασή » μου, λυπημένη στήν Εκκλησία, καί κλαίγοντας γονατιστή έλεγα στήν Θεοτόκο…
— Γιατί Παναγία μου τό έκανες αυτό; Γιατί δέν μέ πήρες κοντά σου; Μόνο βάρος μπορώ νά προσφέρω πιά στήν αδελφότητα, σ΄ αυτή τήν ηλικία πού είμαι;
Αλλά, καθώς τά έλεγα αυτά, είδα μιά λάμψη νά ξεπετάγεται μέσα από τήν εικόνα τής Παναγίας…νά ζωντανεύει σάν πρόσωπο…καί νά βγαίνει μπροστά μου, έξω από τό εικόνισμα…
Ταράχτηκα ολόκληρη, λίγο καί θά πέθαινα!
Μού μίλησε ήρεμα, μέ αγάπη…
–Γιατί κόρη μου, γιατί παιδί μου παραπονείσαι καί απορείς πού σέ γύρισα πίσω; Εγώ παρακάλεσα τόν Υιόν μου νά σέ επιστρέψει στήν ζωή, νά σού χαρίσει ακόμη κάποιο διάστημα…
Είσαι γιά χρόνια στόν ιερό αυτό χώρο καί μέ έχεις υπηρετήσει σωστά, αλλά ένα αμάρτημα πού έχεις επάνω σου, από τά νεανικά σου χρόνια καί παραμένει ακόμη ανεξομολόγητο, θά σέ οδηγούσε στήν αιώνια Κόλαση!
Γι΄ αυτό σέ γύρισα πίσω, γιά νά μή χάσεις τούς κόπους σου καί γιά νά σώσεις τήν ψυχή σου… Νά καλέσεις αύριο κι΄ όλας τόν τάδε Αρχιερέα, καί νά εξομολογηθείς τό αμάρτημά σου πού τόχεις βάρος, τόσα χρόνια, στήν ψυχή σου…
–Τί λέτε Γερόντισσα; Αυτό είναι φοβερό!…
–Μάλιστα, Σεβασμιώτατε. Άς είναι δοξασμένο τό Όνομά Της!…Μόλις μού είπε αυτά, τήν έχασα από μπροστά μου. Τότε, μέ τήν Χάρι Της, θυμήθηκα μία αμαρτία τών νεανικών μου χρόνων, τήν οποία πάντοτε ήθελα νά τήν εξομολογηθώ, αλλά πάντοτε από ντροπή δέν τήν έλεγα.
Τελικά, ανάμεσα στίς αρρώστιες τής ηλικίας μου, από ζάχαρο, ουρία, αρτηριοσκλήρωση, καί ένα ελαφρό εγκεφαλικό, ξέχασα καί τήν αμαρτία, όπως παθαίνουν οί περισσότεροι σήμερα…
Ή αμαρτία όμως έμενε πάνω μου, καί ασφαλώς θά μέ κόλαζε!…
Έν τώ μεταξύ, διηγείται ό Αρχιερέας, έβαλα τό Ωμοφόριο καί τό Επιτραχήλιο μπαίνοντας στό κυρίως στάδιο τού μυστηρίου τής Εξομολογήσεως, περιμένοντας νά αναφερθεί στήν αμαρτία της, γιά νά διαβασθεί καί ή ευχή τής συγχωρήσεως.
Ξαφνικά ή Γερόντισσα, έβγαλε μία σπαρακτική φωνή απογνώσεως, σάν «κάποιος» νά μή τήν άφηνε νά εξομολογηθεί…
–Τί πάθατε, Γερόντισσα; Τί έχετε;…
–Άχ, παιδί μου…νά ήξερες…Δυσκολεύομαι νά πώ αυτή τήν αμαρτία μου. Βοήθησέ με! Κάντε προσευχή, σάς παρακαλώ!…
Πραγματικά τήν συμπόνεσα, τήν λυπήθηκα, έκλαψα γι΄ αυτήν , έλεγε ό Αρχιερέας αργότερα, διατηρώντας πάντοτε τήν ανωνυμία τής Γερόντισσας όπως καί οί κανόνες τής Εκκλησίας παραγγέλνουν.
Τήν είχε κυριεύσει τό δαιμόνιο τής ντροπής, έλεγε, μία ειδική τάξη πονηρών πνευμάτων, πού βάζει ντροπή στόν άνθρωπο προσπαθώντας νά τόν κολάσει…
Μέ προσευχή όμως καί θάρρος από τόν εξομολογούμενο, φεύγει !
Τελικά όμως εξομολογήθηκε!
Είναι αδύνατον νά σάς περιγράψω, κατέληξε ό Σεβασμιώτατος, τήν χαρά πού είχε ή ψυχή αυτή, σάν εξομολογήθηκε.
Μέσα σέ 3 μόλις λεπτά, είχε πετάξει από πάνω της ένα ψυχικό δαιμονικό βάρος, μία δουλεία πού τήν κρατούσε, γιά 65 περίπου χρόνια…
Έζησε, γιά λίγο καιρό ακόμη, καί μετά έμαθα πώς πέθανε.
Την είχε γλιτώσει ή Παναγία μας, τήν τελευταία μόλις στιγμή!…