Ὁ μακαριστὸς γέροντας Ἰάκωβος ἀγρύπνησε ἀποβραδὶς μὲ προσευχή.
Μὰ ὁ ἐξουθενωμένος δὲ λησμόνησε καὶ τοὺς πονεμένους. Διάβασε τὰ τελευταία γράμματα καὶ ἀπάντησε περίπου σὲ δεκαπέντε. Παρηγόρησε, συμβούλεψε κατὰ περίπτωση. 21 τοῦ Νοέμβρη. Ξημερώνοντας θὰ γιόρταζε τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου.
Ἑτοιμαζόταν ὅλη τὴ νύχτα, θὰ κατέβαινε. Κανονικὰ δὲ θὰ ‘πρεπε, μὰ τὸ ἤθελε πολύ. Τόσο πολὺ ποὺ τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀποκλείσει ἀπὸ τὴν τελευταία του Θεία Κοινωνία. Μὲ κόπο κατέβηκε, σκοτάδι ἀκόμα, στὴν Ἀκολουθία. Μερικοὶ μοναχοὶ πρόσεξαν μίαν ἄλλη διάθεση στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντα. Ἱλαρότητα ὑπέρμετρη, ἀγάπη ξεχείλιζε ὁλόκληρος, τὸ ἀγγελικό του χαμόγελο ἀτέλειωτο. Ἔγινε ἡ Ἀκολουθία. Ἔψαλε γονατιστὸς τόσο ἄνετα καὶ ἀναστάσιμα, λὲς καὶ δὲν ἦταν ἄρρωστος.
Ἡ θεία φωνὴ του γέμιζε τὸ ναό, ἐξαίσια μελωδία, λὲς καὶ ψέλνανε πολλοὶ ἄγγελοι μαζί.
Στὶς 10 ἡ ὥρα ἐξομολόγησε τὸν ἁγιορείτη διάκονο Γεννάδιο, στὸν ὁποῖο εὐχάριστα μὰ σταθερὰ εἶπε μεταξὺ ἄλλων:
- Καλὰ ποὺ ἦρθες, νὰ εἶσαι ποὺ θὰ μὲ ἀλλάξετε, μὴ φεύγεις.
Ὁ διάκος διαμαρτυρήθηκε μὲ διάφορα λόγια γιὰ τὰ περὶ θανάτου τοῦ Γέροντα, μὰ ἐκεῖνος ἐπέμενε.
Τελειώνοντας τὴν ἐξομολόγηση ἔδειχνε κουρασμένος, ἀλλὰ διατηροῦσε χαρμόσυνη διάθεση. Σηκώθηκε, πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὸ διάκο καὶ βγήκανε ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι. Προχώρησαν, κατεβήκανε.