Back to top

Ἡ παιδεία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι ἡ παιδεία ποὺ χρειάζεται ἡ Εὐρώπη σήμερα, γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὰ ὑπαρκτικὰ καὶ πνευματικὰ θεμέλιά της

30/01/2019 - 21:10
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ,
Ὁμοτίμου καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
1. Ἡ ἀποκτηθεῖσα ἐμπειρία ἀπὸ τὴν προενταξιακὴ διαδικασία (ἀπὸ τὸ 1958) καὶ τὴν μετέπειτα ἔνταξή μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ὁδήγησε σὲ κάποιες ἀξιωματικὲς ἀρχές, ὡς σταθερές τῆς πορείας μας μέσα σ' αὐτήν. Ἡ πρώτη ἀρχὴ εἶναι, ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἡ Εὐρώπη, ὅπως δὲν ὑπῆρξε ποτὲ πρόβλημα κάθε ἀναγκαστικὸς ἀναπροσανατολισμὸς τῆς ἐθνικῆς μας πολιτικῆς σ' ὅλη τὴν ἱστορική μας διάρκεια. Τὸ πρόβλημα εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ δική μας δηλαδὴ παρουσία μέσα στὴν Εὐρώπη. Ἡ δεύτερη ἀρχὴ εἶναι, ὅτι τὸ πρόβλημα τῆς Εὐρώπης δὲν εἶναι πρώτιστα πολιτικὸ ἢ οἰκονομικό, ἀλλὰ πνευματικὸ καὶ πολιτιστικό. Διότι τὸ ἀμείλικτο ἐρώτημα εἶναι, ποιὸν...
ἄνθρωπο καὶ ποιὰ κοινωνία μπορεῖ νὰ παραγάγει ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη, καὶ τελικὰ ποιὸν πολιτισμό.
Εἶναι πράγματι γεγονός, ὅτι μέσα στὴν νέα μεγάλη μας Πατρίδα κρίνεται ἡ ταυτότητά μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορική μας συνέχεια καὶ συνεπῶς ἡ ἱστορικὴ (μὲ ὅ,τι σημαίνει αὐτὸ) ἐπιβίωσή μας. Ἡ ἀποτίμηση ὅμως τῆς Εὐρώπης, ὡς μητέρας τοῦ Δυτικοῦ Κόσμου, εἶναι θέμα προοπτικῆς. Ὑπάρχουν δύο προοπτικές: ἡ ἑλληνορθόδοξη καὶ ἡ οὐνιτίζουσα τῶν εὐρωπαϊστῶν μας. Οἱ πρῶτοι διαπιστώνουν στὸν πολιτισμὸ διαφοροποιήσεις καὶ ἀποστασιοποίηση. Οἱ δεύτεροι, συμπτώσεις καὶ ταύτιση. Τὸ tertium comparationis, τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς, εἶναι ὁ πολιτισμός. 
Καὶ εἶναι γνωστό, ὅτι καρδιὰ τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἡ παιδεία, ὡς καλλιέργεια καὶ διάπλαση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στὴν συλλογικὴ πραγμάτωσή του παράγει τὸν πολιτισμό, ὡς ὀργάνωση καὶ διευθέτηση τοῦ κοινωνικοῦ χώρου, σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς του. Διότι, ὅπως εἶπε ὁ γνωστὸς ἱστορικὸς τῶν πολιτισμῶν καὶ διακεκριμένος διπλωμάτης Arnold Toynbee «ψυχὴ τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ὁ πολιτισμὸς τῆς ψυχῆς»! Ἀκριβῶς τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς διαμορφώνεται μὲ τὴν Παιδεία, τὴν ὅλη ἀγωγὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου.
2. Ἡ Εὐρώπη, τῆς προκαρλομάγνειας περιόδου, ξεκίνησε μὲ τρία βασικὰ θεμέλια: τὸν Ρωμαϊκὸ Κρατικὸ φορέα, ποὺ βαθμιαία ἐκχριστιανίσθηκε (ὅσο μπορεῖ νὰ ἐκχριστιανισθεῖ τὸ Κράτος). τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, μὲ σταθερὸ φορέα του τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. καὶ τὸν Χριστιανισμό, ὡς ἀποστολικοπατερικὴ Ὀρθοδοξία. Οἱ παράγοντες αὐτοί, μὲ τὴν σύνθεσή τους, παρήγαγαν τὸν πολιτισμὸ τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης τῆς πρώτης χιλιετίας. Ἡ Εὐρώπη, στὴν ὁποία ζοῦμε καὶ κινούμεθα σήμερα, προῆλθε ἀπὸ τὴν διαλεκτικὴ διαφόρων ἰδεολογικοφιλοσοφικῶν συστημάτων, ποὺ διαμορφώθηκαν στὸν δυτικὸ μεσαίωνα: 
α) τοῦ σχολαστικισμοῦ, τῆς ἐκφιλοσόφησης καὶ ἐκκοσμίκευσης τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς μετατροπῆς του σὲ σύστημα ἐπιστημονικό. β) τοῦ νομιναλισμοῦ, ποὺ ἐκφράζεται ὡς δυαλισμὸς (φιλοσοφικὰ) καὶ ἀτομισμὸς (ὠφελιμισμὸς) κοινωνικὰ καὶ εἶναι τὸ DΝΑ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀτομικῆς καὶ συλλογικῆς συνείδησης. γ) τοῦ οὐμανισμοῦ τῆς Ἀναγέννησης καὶ δ) τοῦ διαφωτισμοῦ, τῆς αὐτοθεοποίησης δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλες τὶς σχετικὲς συνέπειες. Ἀπὸ τὸ «credo, ut intelligam» (πιστεύω, γιὰ νὰ κατανοήσω) τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἔφθασε ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη στὸ «cogito, ergo sum» τοῦ Καρτεσίου, τὴν ἀπολυτοποίηση τῆς διάνοιας καὶ τῆς λογικῆς, ὡς ἀπόλυτου κριτηρίου τῶν ἀνθρωπίνων. Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς διαφωτιστικῆς συγκρότησης τῆς Εὐρώπης ἐκφράσθηκε μὲ μία συμβολικὴ πράξη τοῦ Ροβεσπιέρου: Μία κοινὴ γυναίκα τοποθετήθηκε γυμνὴ στὴν «ἁγία Τράπεζα» τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων καὶ λατρεύθηκε ὡς Θεὰ Λογικὴ (Raison).
Ἡ ἑλληνορθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ ὡς ἕνα σημεῖο ὅλη ἡ ἀρχαία Ἑνωμένη Εὐρώπη, μὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς παιδευτικὲς προϋποθέσεις, ἔφθασαν σὲ ἕναν πολιτισμό, ποὺ βιώνεται ὡς σήμερα στοὺς ὑπαρκτικοὺς θύλακες τῆς παράδοσής μας, κυρίως στὰ μοναστήρια.
3. Θεμελιακὰ συστατικά του ἑνιαίου αὐτοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶναι:
α) Ἡ ἰσορροπία τῶν σχέσεων μὲ τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπο καὶ τὸν ἑαυτό μας, σὲ ἕνα τρισορθογώνιο σύστημα βιωματικῆς ἀναφορᾶς, ποὺ συνιστᾶ τὴν ἀκεραιότητα καὶ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπως φαίνεται στὴν περίπτωση τοῦ «Ἁγίου», ποὺ εἶναι τὸ βιοκοινωνικὸ πρότυπο τῆς ὀρθοδοξίας. Οἱ λειτουργικὲς φράσεις «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἠμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», ἢ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἴνα ἐν ὁμονοία ὁμολογήσωμεν. Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα...», εἶναι οἱ συντεταγμένες αὐτῆς τῆς συνείδησης, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἀνάλογο ἦθος.
β) Ἡ ὑπέρβαση τῆς θρησκείας καὶ τῆς θρησκειοποίησης τῆς πίστεως, ὡς τρόπου ὑπάρξεως καὶ ἀναφορᾶς ὅλου τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ μὲ συνεχῆ ζήτηση τῆς Χάρης Του. Ὄχι φυσικὰ μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἔννοια τῆς δοσοληψίας, (do ut des), ἀλλὰ ὡς βίωση καὶ ἔκφραση τῆς συνειδήσεως, ὅτι «ἐν αὐτῶ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμὲν» (Πράξ. 17, 28) καὶ ὅτι «χωρὶς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. 15, 5).
γ) Ἡ προτεραιότητα τῆς καρδιᾶς, ὄχι μόνο ὡς πηγῆς τῶν συναισθημάτων, ἀλλὰ ὡς κέντρου τῆς ὑπάρξεως, στὸ ὁποῖο συντελεῖται ἡ κοινωνία μὲ τὴν θεϊκὴ Χάρη, ποὺ παράγει τὸ Χριστοειδὲς ἦθος. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν θέωση, τὸν ἀπόλυτο σκοπὸ τῆς ὕπαρξης, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν δυνατότητα σχέσης ἀνιδιοτέλειας μὲ τοὺς συνανθρώπους. Στὸ πανηγύρι ἢ τὸ γλέντι του ὁ Ἕλληνας εὔχεται: «καλὴ καρδιά», ποὺ παραπέμπει στὸν ἀναστάσιμο ὕμνο «ἐν καθαρὰ καρδία Σὲ δοξάζειν». Χωρὶς «καθαρὴ»-«καλὴ»-φιλόθεη δηλαδὴ καὶ φιλάνθρωπη καρδία, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγκροτηθεῖ αὐθεντικὴ διανθρώπινη κοινωνία. Τὸ πνεῦμα τῆς ἀνιδιοτέλειας ἐκφράζει ἡ μοναδικὴ στὸν κόσμο ἑλληνικὴ παροιμία: «κάμε τὸ καλὸ καὶ ρίξ' το στὸν γυαλό», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ νεώτερη ἀπόδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου: «μακάριον ἐστίν διδόναι μᾶλλον ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. 20, 25). 
Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ μήτρα, ποὺ γεννᾶ στοὺς αἰῶνες τὸ ἑλληνορθόδοξο ὁλοκαύτωμα, ὡς ἑκούσια αὐτοθυσία γιὰ τοὺς ἄλλους. Θερμοπύλες, Ἀλαμάνα, Μανιάκι, Κούγκι, Ζάλογγο, Ἀρκάδι εἶναι ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ ἑλληνικοῦ ὁλοκαυτώματος. Αὐθεντικὸς ἄνθρωπος στὴν κοινὴ εὐρωπαϊκὴ παράδοση εἶναι ὁ Ἅγιος, ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος, τὸ ἀρχετυπικὸ πρότυπο τῆς ἀρχαίας Ἑνωμένης Εὐρώπης. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ζεῖ χαρισματικὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ πρὸ τοῦ πάθους Του: «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἴνα τὶς θῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. 15, 13).
4. Αὐτὸ τὸ φρόνημα καλλιεργοῦσαν οἱ Ἅγιοι τῆς προσχισματικῆς Εὐρώπης καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ καρπὸς τῆς παιδείας καὶ ἀγωγῆς, ποὺ προσφερόταν ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, μὲ πρωτοπόρους τούς τιμώμενους σήμερα Τρεῖς Ἱεράρχες. Ἡ ἐπιλογὴ καὶ κοινὴ ἑορταστικὴ τιμὴ τους τὴν 30η Ἰανουαρίου ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα, συνιστᾶ ἀναγνώρισή τους ὡς αὐθεντικῶν μαρτύρων τῆς σώζουσας πίστης καὶ προβολέων τῆς γνήσιας ἑλληνοχριστιανικῆς ἀγωγῆς, ἀλλὰ προπάντων τῆς παιδείας τῆς παράδοσής μας. Τὸ ἴδιο νόημα εἶχε καὶ ἡ συνέχιση τῆς σημερινῆς Ἑορτῆς στὰ Ἀνώτατα Πνευματικά μας Ἱδρύματα, ἤδη ἀπὸ τὸ 1826 στὸ πρῶτο ἑλληνικὸ Πανεπιστήμιο, τὴν περίλαμπρη «Ἰόνιο Ἀκαδημία» (Κέρκυρα) καὶ ἀπὸ τὸ 1842 στὸ Πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ λόγος καὶ ἡ πράξη τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι τὸ παιδευτικὸ καὶ παιδαγωγικὸ Ἐγκόλπιο, ὄχι μόνο τοῦ Ἔθνους μας, ἀλλὰ καὶ συνόλης τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ τιμᾶ ἐξ ἴσου μὲ μᾶς σήμερα τοὺς Μεγάλους αὐτοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους.
5. Τὸ πρόβλημα τῆς παιδείας ἐπικεντρώνεται στὴν νοηματοδότηση τῶν ἀνθρωπίνων καὶ τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι προβάλλεται στὸν λόγο καὶ τὴν ποιμαντικὴ διακονία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ συνοψίζονται στὰ ἀκόλουθα σημεῖα:
α) Δὲν εἶναι ἁπλὴ ἐκπαίδευση, μύηση δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ μία ἀναπαραγόμενη γνώση, ποὺ τὸν καθιστὰ γρανάζι τῆς κρατικῆς μηχανῆς (ὂν παραγωγικό). Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ κύριο ἐνδιαφέρον εἶναι γιὰ τὴν τελειοποίηση τῶν μηχανῶν καὶ ΟΧΙ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χριστιανικὴ παιδεία εἶναι ἀγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ μορφωτικὸ πρότυπο ὄχι τὸν καλὸν καγαθὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν Θεάνθρωπο. Αὐτὸ εἶχε κατὰ νοῦν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν ἔλεγε: «Πάντα δεύτερα ἔστω τῆς προνοίας τῶν παίδων» (ΡG 62, 151). Αὐτὴ ἡ παιδεία συνδέεται ἄμεσα πρῶτα μὲ τὸν χῶρο τῆς οἰκογένειας. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες γνώρισαν στὰ πρόσωπα τῶν γονέων τους, καὶ μάλιστα τῶν μητέρων τους, ἀπαράμιλλα πρότυπα ἀγωγῆς. 
Ὁ Μέγας Βασίλειος ὁμολογεῖ, ὅτι ἡ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του δὲν ἦταν παρὰ ἐποικοδομῆ στὶς καταβολές, ποὺ ἔθεσαν ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια καὶ ἡ γιαγιὰ του Μακρίνα: «ἢν ἐκ παιδός, γράφει, ἔλαβον ἔννοιαν περὶ Θεοῦ παρὰ τῆς μακαρίας μητρός μου καὶ τῆς μάμμης μου Μακρίνης, ταύτην αὐξηθεῖσαν ἔσχον ἐν ἐμαυτῶ» (32, 825). Στὸ σημεῖο αὐτὸ συναντῶνται οἱ Πατέρες μας μὲ τὸν τραγικὸ Εὐριπίδη: «ἂν κρηπὶς μὴ καταβληθῆ γένους ὀρθῶς, ἀνάγκη δυστυχεῖν τοὺς ἐκγόνους» (Ἡρακλῆς μαινόμενος, 1261). Ἡ διαχρονικότητα δὲ αὐτῆς τῆς νοηματοδότησης τῆς παιδείας στὴν ἑλληνικὴ παράδοσή μας φαίνεται ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Πατροκοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ πρὸς τοὺς γονεῖς: «Ἁμαρτάνετε πολὺ νὰ τὰ ἀφήνετε (δηλ. τὰ παιδιὰ σας) ἀγράμματα καὶ τυφλά, καὶ μὴ μόνον φροντίζετε νὰ τοὺς ἀφήνετε πλούτη καὶ ὑποστατικά, καὶ μετὰ τὸν θάνατόν σας νὰ τὰ τρῶν καὶ νὰ σᾶς πισολογοῦν (νὰ σᾶς τὰ ψέλνουν) κι ὄλας. Καλύτερα νὰ τὰ ἀφήνετε πτωχὰ καὶ γραμματισμένα, παρὰ πλούσια καὶ ἀγράμματα»!
β) Ἡ παιδεία συνδέεται ὅμως καὶ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ διδασκάλου. Στὸ σημεῖο αὐτὸ γίνεται ταύτιση ποιμαντικῆς καὶ παιδαγωγίας. Τὸ δυαδικὸ σχῆμα τῆς πνευματικῆς μας παράδοσης: πνευματικὸς πατέρας - πνευματικὸ τέκνο ἐκφράζεται ἐξ ἴσου καὶ μὲ τὴν δυάδα: Διδάσκαλος - Μαθητής. Ναὸς καὶ σχολεῖο στὸν πολιτισμὸ μας βρίσκονται σὲ σχέση ἀμοιβαιότητας καὶ συμπληρωματικότητας, ὡς χῶροι διαποίμανσης καὶ διαμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ βάρος πέφτει ὅμως στὸ ἦθος καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ διδάσκοντος. «Ὁ γὰρ μὴ ποιῶν καὶ διδάσκων (πρβλ. Ματθ. 6, 19) ἀναξιόπιστος ἐστιν εἰς ὠφέλειαν», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο (ΡG 30, 497), ὁ ὁποῖος δὲν παραλείπει νὰ διατυπώσει τὸν σκεπτικισμό του γιὰ τοὺς διδασκάλους τῆς ἐποχῆς του: «Πολλῶν μὲν ἀκήκοα λόγων ψυχωφελῶν, πλὴν παρ' οὐδενί (!) τῶν διδασκάλων εὗρον ἀξίαν τῶν λόγων τὴν ἀρετὴν» (ΡG 32, 358).
γ) Εἶναι παιδεία θεοκεντρική. O σκοπὸς τῆς παιδευτικῆς λειτουργίας εἶναι κατὰ τoν Μ. Βασίλειο «ὁμοιωθῆναι Θεῶ κατὰ τo δυνατὸν ἀνθρώπου φύσει. Ὁμοίωσις δὲ οὐκ ἄνευ γνώσεως, ἡ δὲ γνῶσις οὐκ ἐκτὸς διδαγμάτων» (ΡG 32, 69). Σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀναδύεται ἡ προβληματική τῆς στοχοθεσίας τῶν ἐκπαιδευτικῶν προγραμματισμῶν. Ἡ προτεραιότητα τοῦ οἰκονομισμοῦ καὶ μίας ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας, μέσα σὲ χιλιαστικὰ ὁράματα εὐημερίας, ὁδηγεῖ στὸ ἀνθρωποείδωλό του «homo oeconomicus». Ἡ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν πρωταρχικὰ ἀποβλέπει στὴν ἐν Χριστῷ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. 
Προεκτείνοντας τὸν λόγο τοῦ Μενάνδρου («ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ἦ») ὁ Χρυσόστομος διακηρύσσει: «ἄνθρωπον γὰρ ἐκεῖνον ἂν καλέσαιμι τὸν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ διασώζοντα... Τὸ ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου κατακολουθεῖν, τοῦτο ἄνθρωπος» (ΡG 53, 201). Κάθε ἄνθρωπος, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο εἶναι «Θεὸς κεκελευσμένος», ἔχει δηλαδὴ μέσα του τὴν ἐντολὴ νὰ γίνει Θεὸς κατὰ χάρη. Ἡ ἀξία, συνεπῶς, ἡ ἀπαξία τοῦ ἀνθρώπου ὁρίζεται ἀπὸ τὴν σχέση του μὲ τὸν Θεό. «Ψυχῆς δὲ ἀνθρωπίνης οὐδὲν οὕτω τεκμήριον ὡς τῶν θείων ἐρᾶν λογίων» (Ἰω. Χρυσοστόμου, ΡG 51, 113). Σ' αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ζοῦμε μόνιμα οἱ Ἕλληνες, ὅταν, ἀξιολογώντας τὸν ἄνθρωπο, διερωτώμεθα «ἂν ἔχει Θεὸ μέσα του» καὶ δὲν εἶναι «ἀθεόφοβος» ἢ «θεομπαίχτης». Κατὰ τὸν Χρυσόστομο, «εἰ τοὺς παίδας ἐπαιδεύομεν φίλους εἶναι τῷ Θεῷ, πάντα ἂν ἀνεπήδησε τὰ λυπηρὰ καὶ μυρίων ἀπηλλάγη κακῶν ὁ βίος ὁ παρὼν» (ΡG 51, 327).
δ) Σκοπὸς τῆς παιδείας δὲν εἶναι ἡ πολυμάθεια, ἀλλὰ ἡ ἐν Χριστῷ μόρφωση τοῦ νέου ἀνθρώπου. Αὐτὸ βέβαια δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἀμάθεια. Μὲ τὸ νὰ σᾶς προτρέπω, λέγει ὁ Χρυσόστομος, νὰ διδάσκετε στὰ παιδιὰ σας τὴν Ἁγία Γραφή, «μὴ νομιζέτω μὲ νομοθετεῖν ἀμαθεῖς τούς παίδας γίνεσθαι. Οὐ κωλύων παιδεύειν ταῦτα λέγω, ἀλλὰ κωλύων ἐκείνοις μόνοις προσέχειν» (ΡG 47, 368). Στὸν Πλάτωνα, ἄλλωστε, ἀποδίδεται ὁ παράλληλος λόγος: «ἐπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς, πανουργία οὐ σοφία».
ε) Ἡ παιδεία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν βοηθεῖ στὴν ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων καὶ τὴν δημιουργία ρεαλιστικῆς φιλοσοφίας ζωῆς. Ἀρχὴ γίνεται μὲ τὴν αὐτογνωσία. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μικρὸς εἰμὶ καὶ μέγας, ταπεινὸς καὶ ὑψηλός, θνητὸς καὶ ἀθάνατος, ἐπίγειος καὶ οὐράνιος» (ΡG 35, 785). Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν μετοχή του στὸ Ἄκτιστο, γίνεται «μέγας κόσμος ἐν μικρῷ» (ΡG 36, 524). Τότε μόνο ἀκολουθεῖ ἡ εὔστοχη ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων: «Ὑπερορᾶν μὲν σαρκὸς -προτρέπει ὁ Μ. Βασίλειος- παρέρχεται γάρ. ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου» (ΡG 31, 204). Καὶ ὁ Χρυσόστομος συχνὰ ἐπαναλαμβάνει: «Ἀποδημία ὁ παρὼν βίος... ὀδίτης εἰ... Πανδοχεῖον ἐστίν ὁ παρὼν βίος» (ΡG 52, 401). Εἶναι ἡ συνείδηση, ποὺ φθάνει μέχρι τοὺς νεώτερους Πατέρες μας, ὅπως ὁ Πατροκοσμᾶς: «Ἠμεῖς, Χριστιανοί μου, ἔλεγε, δὲν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα. Δία τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔβαλε τὸν νοῦν μας εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, διὰ νὰ στοχαζώμεθα πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας».
ς) Ἡ εὐρύτητα τῆς σκέψης τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν φαίνεται ἀπὸ τὴν θετικὴ ἀξιολόγηση τῆς τεχνικῆς παιδείας, τῆς ὁποίας δέχονται τὴν χρησιμότητα καὶ σπουδαιότητα. Σὲ ἐποχὴ ποὺ οἱ χειρωνακτικὲς τέχνες ὀνομάζονταν «βάναυσοι», θὰ πεῖ ὁ Χρυσόστομος: «Μὴ καταφρονῶμεν τῶν ἀπὸ χειρῶν τρεφομένων, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτοὺς μακαρίσωμεν διὰ τοῦτο» (ΡG 51, 193). Προτρέπει μάλιστα, νὰ θαυμάζουμε τὸν λασπωμένο καὶ μουτζουρωμένο ἐργάτη (ΡG 61, 1017). Ἐντροπὴ πρέπει νὰ προκαλοῦν μόνο «οἱ εἰκῆ τρεφόμενοι καὶ ἀργοῦντες», ὅσοι χρησιμοποιοῦν ὑπηρέτες καὶ ζοῦν μὲ τὸν κόπο τῶν ἄλλων (ΡG 61, 47).
ζ) Ἡ παιδεία κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι ζήτηση τῆς Ἀλήθειας καὶ μύηση σ' αὐτήν. Αὐτὸ σημαίνει καὶ ὁ ἑλληνικὸς ὅρος φιλοσοφία. Ἡ ζητούμενη δὲ σοφία εἶναι κατ' αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς ἔνσαρκη Παναλήθεια. Ἡ ἐπιστήμη θεραπεύεται ὡς λειτουργία ψηλάφησης τῶν θείων ἐνεργειῶν μέσα στὴν Κτίση. Οἱ τέχνες ἀσκοῦνται ὡς πραγμάτωση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀλληλοδιακονία. Ἡ ζήτηση τῆς Ἀλήθειας (φιλοσοφία), ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ ὡραῖο (φίλο-καλία), ἡ θεραπεία τοῦ δικαίου, ἀστασίαστα συστατικά τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, καταφάσκονται ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο, ποὺ κατεῖχε σὲ ὑπέρτατο βαθμὸ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες στὴν ἐποχὴ του (ΡG 31, 389-392. 416).
η) Ὁ ἀπώτερος ὅμως σκοπὸς τῆς παιδείας εἶναι κατὰ τοὺς Πατέρες μας ἡ ὁλοτελὴς ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὸ συλλογικὸ-κοινωνικὸ σῶμα. Εἶναι, συνεπῶς, παιδεία κοινωνική, ἀνατρεπτικὴ κάθε πραγματικῆς ἢ ὑποθετικῆς σύγκρουσης προσώπου καὶ κοινωνίας. Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ὁ ὀργανωτὴς τοῦ κοινοβίου, ὡς συνέχειας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν «κοινῶν», τὰ ὁποία ἐθαύμαζε («αἰδεσθῶμεν τὰ τῶν Ἑλλήνων κοινά», ἔλεγε).
Ἡ παιδεία ποὺ ἐνσάρκωσαν καὶ ὑπηρέτησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες θεμελιώνει καὶ ὑποστασιώνει ἕνα πολιτισμό, ποὺ βρίσκεται στὰ πνευματικοκοινωνικὰ θεμέλια τῆς ἀρχαίας Εὐρώπης. Τὸ ἐρώτημα ὅμως, ποὺ προκύπτει εἶναι, ποιὰ σχέση ἔχει ἡ σημερινὴ Εὐρώπη, σ' ὅλο τὸ φάσμα της, μὲ τὴν πολιτιστικὴ αὐτὴ παράδοση. Φοβοῦμαι ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι διασώζουμε ἀκόμη ἁπτὰ ἴχνη αὐτοῦ τοῦ ἤθους, στὸν δυτικὸ κόσμο ἡ Παιδεία αὐτὴ ἔχει πιὰ χαθεῖ.
6. Ἡ Εὐρώπη, σχεδὸν στὸ σύνολό της, ἔχει χάσει τὸν Θεὸ τῶν πατέρων της. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς Εὐρώπης. Ἐντασσόμενος μέσα σὲ δικανικὰ καὶ φιλοσοφικὰ σχήματα, ἔγινε ἀγνώριστος. Μετὰ τὴν ἔξωση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο (Deismus), ἔφθασε ὁ δυτικὸς κόσμος τὸν 20ο αἰώνα στὴν «θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ» (τοῦ νεκροῦ Θεοῦ), ἑνὸς Θεοῦ ποὺ δὲν ἔχει πιὰ σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Μαζὶ ὅμως μὲ τὸν Θεὸ χάθηκε καὶ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ δυνατότητα σύμπηξης ἀδελφικῆς κοινωνίας, παρὰ τὴν καύχηση γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης, ποὺ καταντᾶ ἐπιστημοπληξία. Διότι, ὅπως παρατήρησε ὁ Μακρυγιάννης: «Αὐτεῖνοι ( = οἱ Εὐρωπαῖοι) εἶναι ἄνθρωποι χωρὶς ἠθικὴ καὶ πίστη, καὶ κρίμα στὰ φῶτα τους. ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φῶτα καὶ ὄχι τὰ φῶτα τὸν ἄνθρωπο»!