Back to top

“Ε Γιάννη, με παίρνουν, σώσε με”… κι ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος μαρμάρωσε τους Τσέτες

29/05/2019 - 22:37

Ο π. Γεράσιμος Φωκάς συχνά έλεγε ότι είχε γνωρίσει και είχε μιλήσει με την εγγονή μιας όμορφης γυναίκας από το Προκόπι της Καππαδοκίας, που έκανε τα χέρια της χωνί και φώναξε:

“ Ε Γιάννη, με παίρνουν…Σώσε με…” και ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, που η εκκλησιά του ήταν κοντά στο σπίτι της, μαρμάρωσε τους Τσέτες, που ήρθαν να κλέψουν την πανέμορφη νεόνυμφη και δεν ολοκλήρωσαν το ανόσιο έργο τους.
Είχε πάρει προσκυνητές στο Προκόπι και εκείνο το “Φως Ιλαρόν” που έψαλλε στο λεωφορείο, διασχίζοντας τη διψασμένη για «το Ύδωρ το Ζων» μικρασιατική ενδοχώρα, ήταν το ωραιότερο της ζωής τους.

Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από όλο εκείνο τον πνευματικό πλούτο που ο π. Γεράσιμος προσέφερε;
Μεταξύ άλλων έλεγε:

Λίγο πριν την κοίμησή του γύρεψε να κοινωνήσει ο Άγιος και ο παπάς φοβήθηκε μήπως τον δουν οι Τούρκοι να πηγαίνει με τα Άγια και βεβηλώσουν την Θεία Κοινωνία. Τότε έσκαψε ένα μήλο και έβαλε εκεί τη Θεία Κοινωνία και πήγε στο στάβλο και κοινώνησε τον Όσιο.

Ήταν νεαρός, το είδατε, παλικάρι ήταν, φαίνεται πολύ καλά. Εκοιμήθη το 1730 στις 27 Μαγιού. Μετά από χρόνια, όταν έγινε ανακομιδή, το άγιο λείψανο βρέθηκε άφθαρτο ευωδιάζον. Οι Έλληνες, τότε είχαμε Έλληνες πολλούς εκεί, έκτισαν ναό περίτρανο. Στο Προκόπιο της Καππαδοκίας λοιπόν, στο Ναό του Αγίου Βασιλείου ήταν τοποθετημένο το σκήνωμα του Όσιου Ιωάννου του Ρώσου. Το ιερό λείψανο βρισκόταν μέσα σε μια ξύλινη λάρνακα. Αυτό το ναό γκρέμισε ένας δήμαρχος πριν 30 χρόνια. Μόνο οι πόρτες του, που ήταν πολύ καλές, ξύλινες σκαλιστές, σώζονται τώρα, τις είδαμε, τις έβαλε στο δημαρχείου. Ισοπέδωσε τον ναό, τον έκανε πλατεία.

Το Άγιο Λείψανο έμεινε εκεί μέχρι το 1924. Έκανε θαύματα πολλά και στους Τούρκους και στους Έλληνες. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Έλληνες πρόσφυγες πήραν μαζί τους αρχαία κειμήλια, ιερές εικόνες, άγια ποτήρια, ιερά σκεύη και ήθελαν να πάρουν και το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου, αλλά οι Τούρκοι το έμαθαν και έκαναν επανάσταση, δεν ήθελαν να χάσουν τον Άγιο, «να μείνει εδώ», έλεγαν, «ποιος θα κάνει θαύματα μετά;» Ήταν διαταγή λοιπόν από τις Τουρκικές αρχές να μην πάρουν το Ιερό Λείψανο από την εκκλησία, γιατί όπως ισχυρίζονταν πάντα, ο Άγιος είχε ζήσει στην πατρίδα τους και άρα τους ανήκε.

Είχαν καθορισθεί οι μέρες που θα έφευγε ο κάθε Έλληνας. Την άλλη μέρα το πρωί που ήταν 10 Σεπτεμβρίου 1924 έφευγε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος. Τον βρήκαν και τον παρακάλεσαν να πάρει μαζί του τον Όσιο. Αυτός με μεγάλη χαρά δέχτηκε. Έτσι λοιπόν, την ίδια νύχτα, ο κλειδαράς άνοιξε την πόρτα, πήραν το σκήνωμα του Οσίου, το τύλιξαν με ένα κιλίμι που το έραψαν προσεκτικά γύρω – γύρω και το πέρασαν από το τελωνείο, λέγοντας ότι ήταν ρούχα και τρόφιμα. Έτσι το σκήνωμα του Οσίου, ταξίδευσε στο λιμάνι της Μερσίνας. Και από το λιμάνι της Μερσίνας, που είναι απέναντι από την Κύπρο, από εκεί έφυγαν και έκαναν την εισβολή στην Κύπρο. Από εκεί έφυγε και το Κεφαλλονίτικο καράβι που μετέφερε τους πρόσφυγες με τον Άγιο, όπως σας είπα και πριν.

Όταν το καράβι βρισκόταν μεσοπέλαγα, κοντά στη Ρόδο συνέβη το εξής περίεργο περιστατικό. Κάποια στιγμή και ενώ οι μηχανές δούλευαν στο φουλ, το καράβι σταμάτησε να προχωράει και περιστρεφόταν στο ίδιο σημείο. Ο κυβερνήτης, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε καμμιά βλάβη στο καράβι του, τρομοκρατήθηκε και ρώτησε τους υπευθύνους των προσφύγων: «Κύριοι, μήπως έχετε τίποτα ιερό μαζί σας στο πλοίο»;

Του εξήγησαν ότι κάτω στο αμπάρι βρισκόταν το σκήνωμα του Όσιου Ιωάννου του Ρώσου και τότε ο κυβερνήτης διέταξε να μεταφερθεί αμέσως και να τοποθετηθεί στο σαλόνι. Εκεί οι ιερείς που βρίσκονταν στο πλοίο έκαναν δέηση μπροστά στο σκήνωμα και αμέσως το καράβι άρχισε να ταξιδεύει ομαλά στη ρότα του, σε μια θάλασσα ήρεμη και γαλήνια.