Αυτός ο μακάριος Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος Στέφανος, όταν έγινε μια φορά συζήτησις μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελληνιστών σχετικά με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, και άλλοι μεν έλεγαν, ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι πλάνος και άλλοι, ότι είναι Υιός Θεού, όταν, λέω, έγινε αυτή η συζήτησις, τότε ο πανύμνητος Στέφανος στάθηκε επάνω σε έναν τόπο υψηλό και κήρυξε σε όλους τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, λέγοντας· «Άνδρες αδελφοί, γιατί αυξήθηκαν τόσο οι κακίες σας και είναι ταραγμένη όλη η Ιερουσαλήμ;
Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος δεν ένιωσε στην καρδιά του δισταγμό για τον Ιησού Χριστό. Διότι αυτός είναι, που έγειρε τους Ουρανούς και κατέβηκε για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από την Παρθένο την Αγία και καθαρή και διαλεγμένη πριν από την αρχή του κόσμου. Αυτός πήρε τις ασθένειές μας, και κράτησε τις νόσους. Αυτός έκανε να ξαναβρούν το φως τους οι τυφλοί. Αυτός καθάρισε τους λεπρούς και έδιωξε τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους».
Οι Ιουδαίοι, μόλις τα άκουσαν αυτά, τον έφεραν στο δικαστήριο μπροστά στους αρχιερείς, επειδή δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην σοφία και στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος με την οποία μιλούσε ο θείος Στέφανος. Έπειτα παρουσίασαν ψευδομάρτυρες, οι οποίοι μαρτύρησαν κατά του Αποστόλου τα εξής λέγοντας· «Εμείς ακούσαμε, ότι αυτός λέει λόγια βλάσφημα εναντίον του τόπου αυτού της Ιερουσαλήμ, και εναντίον του θεϊκού νόμου». Και αφού είπαν αυτά και όλα τα υπόλοιπα, όσα διηγούνται οι ιερές Πράξεις των Αποστόλων στο έβδομο κεφάλαιο, τότε γύρισαν τα μάτια τους στον Στέφανο όλοι όσοι κάθονταν στο δικαστήριο και είδαν το πρόσωπό του τόσο λαμπρό, σαν να ήταν πρόσωπο Αγγέλου. Γι’ αυτό, επειδή δεν άντεχαν την ντροπή, τον λιθοβόλησαν, ενώ αυτός προσευχόταν γι’ αυτούς και έλεγε· «Κύριε μην τους καταλογίσεις αυτή την αμαρτία». Και, αφού είπε αυτά, κοιμήθηκε.
Αφού λοιπόν ο Πρωτομάρτυρας με την πτώση, που την νόμιζαν δική του γκρέμισε κάτω τον αντίπαλο Διάβολο και τον κατέστησε πτώμα μέγιστο και εξαίσιο, και αφού κοιμήθηκε με τον γλυκό ύπνο του μαρτυρίου, πήραν το ιερό του σώμα άνδρες ευλαβείς και το έβαλαν μέσα σε ένα κιβώτιο ξύλινο κατασκευασμένο από ξύλο περσέας· δηλαδή ροδακινιάς. Και, αφού το σφράγισαν, το απέθεσαν στα πλάγια μέρη του Ναού. Τότε και ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστό. Κάι βαπτίσθηκαν από τους Αποστόλους. Τελείται δε η Σύναξις του Αγίου Στεφάνου στον μαρτυρικό του Ναό, ο οποίος είναι κοντά στον τόπο τον αποκαλούμενο Κωνσταντιανά. Σημείωσε ότι ο Άγιος Στέφανος λιθοβολήθηκε τρία χρόνια μετά την Ανάληψη του Χριστού, σύμφωνα με τους πιο ακριβείς χρονολόγους.
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Β΄, Δεκεμβρίου, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Άγιον Όρος, σ. 395-397).