Διά τεσσάρων πραγμάτων ἡ ὀργή πληθύνεται· διά τῆς δοσοληψίας, καί τοῦ κρατῆσαι τό θέλημά σου, καί τοῦ θέλειν διδάσκειν, καί τοῦ λογίζεσθαι ἑαυτόν φρόνιμον.
Ἡ ὀργή, δηλαδή ἡ ἀνημπόρια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ξεσπᾶ λόγῳ ἐλλείψεως ἐσωτερικῆς ἑνότητος, αὐξάνει «διά τῆς δοσοληψίας», μέ τό δοῦναι καί λαβεῖν. Δοσοληψία εἶναι ἡ ἀνταλλαγή πραγμάτων, χρημάτων, σκέψεων, οἱ κοινωνικές ἐπαφές, φανερώνει δέ ὅτι μέσα μας ὑπάρχουν ἐπιθυμίες καί καλλιεργεῖ τό ἐπιθυμητικό τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αυτό, ὅταν δέν σοῦ δώσουν κάτι πού ζητᾶς, ἤ ὅταν σοῦ ζητοῦν συνεχῶς, χάνεις τήν ἠρεμία σου, ὀργίζεσαι.
Καί διά τοῦ κρατῆσαι, τό θέλημά σου. Ἡ ὀργή ἐπίσης αὐξάνει μέ τό νά θέλης νά ἐπικρατῆ τό θέλημά σου. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη καί βλακωδέστερη ἐνέργεια ἀπό τό νά θέλω νά ἐπικρατῆ τό θέλημά μου. Τό θέλημα εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀντίπαλος τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδή δέ ὁ κάθε ἄνθρωπος πού μέ περιβάλλει ἔχει τό δικό του θέλημα, ἐάν θά θέλω νά ἐπικρατῆ τό θέλημά μου, θά ἔρχωμαι συνεχῶς σέ σύγκρουσι μέ τούς ἄλλους καί δέν θά ἔχω ἀληθινή σχέσι μαζί τους.
Διά τοῦ θέλειν διδάσκειν. Τό νά θέλω νά κάνω διδασκαλία στόν ἄλλον, νά τοῦ δίνω συμβουλές, νά τόν διορθώνω, μέ φέρνει πάντοτε σέ σύγκρουσι μαζί του καί μοῦ ἀναπτύσσει ἕνα ἀλλόκοτο ἐγώ. Ἄλλωστε, αὐτό εἶναι καί συμμερισμός ἰδιότητος τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ διδασκαλία δέν εἶναι δικαίωμά μας, καί ὁ ἄλλος δέν μᾶς ἀνήκει γιά νά τόν διδάξωμε.
Καί τοῦ λογίζεσθαι ἑαυτόν φρόνιμον. Καί τό νά νομίζω ὅτι εἶμαι καθ’ ἑαυτόν φρόνιμος, ὅτι ἔχω βαρύτητα στήν σκέψι μου, μοῦ αὐξάνει τήν ὀργή. Αὐτό καί πάλι εἶναι ἀφελές.