Ο χρόνος κύλησε γοργά και η 28η Ιανουαρίου του 2018 έφερε και πάλι στο νου μνήμες και εμπειρίες ζωής, θύμισες και αναμνήσεις ανεξίτηλα χαραγμένες στη σκέψη, συνδεδεμένες με το πρόσωπο εκείνου που έφυγε νωρίς και πέρασε στην ιστορία ως ο Αρχιεπίσκοπος της αγάπης, της ευθύνης, της ρήξης, της συνέπειας σε αρχές και αξίες, ο Αρχιεπίσκοπος των αγώνων για μια ζωντανή Εκκλησία και μια αξιοπρεπή Ελλάδα. Κι εμείς, τα παιδιά του, που κρατάμε αναμμένη την δάδα της μνήμης, δέκα χρόνια τώρα, δέκα χρόνια εκκωφαντικής σιωπής, μαζευτήκαμε εδώ, που κάποτε αντηχούσε η μελωδική φωνή του, για να τελέσουμε το μνημόσυνό του, όχι ως μια τυπική ετήσια υποχρέωση, αλλ’ ως έκφραση βαθειάς ευγνωμοσύνης για όσα μας δίδαξε, όσα μας προσέφερε, που δε μετριούνται με μέτρα κοσμικά και ανθρώπινα.
Ο μακαριστός Χριστόδουλος υπήρξε ένας κοινός άνθρωπος, ως προς τις αδυναμίες και τα ελαττώματα. Τα είχε εντοπίσει μέσα του και πάλευε διαρκώς για να τα νικήσει, να τα περιορίσει, να τα ξεπεράσει. Άλλωστε, αυτός είναι και ο αγώνας, η διαρκής πάλη του γνήσιου Χριστιανού σ’ αυτήν την ζωή. Ο αγώνας με τον έσω άνθρωπο, τον φθαρτό και πτωτικό, που ακροβατεί ανάμεσα στην πνευματική ελευθερία της αγάπης του Θεού και στην κοσμική απάτη του εφήμερου και παροδικού, που οδηγεί στην χειρότερη σκλαβιά. Το τέλος αυτού του αγώνα τον βρήκε όρθιο, παρά τον πόνο και την οδύνη της σάρκας, τον βρήκε νικητή στην παλαίστρα μιας ολόκληρης ζωής.
Υπήρξε, όμως και ένας μοναδικός και ανεπανάληπτος άνθρωπος, ως προς τα χαρίσματα και τις ικανότητες με τις οποίες τον είχε προικίσει ο Θεός. Ο Δημιουργός τον αγάπησε σπάταλα και τον χαρίτωσε πληθωρικά. Δε χωρεί αμφιβολία. Τον είχε ξεχωρίσει από τότε που, παιδί, έτρεχε, τα καλοκαίρια, στις γειτονιές της Ξάνθης, από τότε που προσέγγιζε δειλά τα κράσπεδα της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη, από τότε που, σαν μαθητής και φοιτητής, αποκάλυπτε το ταλέντο και την ξεχωριστή έφεση στη μόρφωση, από τότε που δεν δίστασε να αποκαλύψει στον αυστηρό πατέρα του τον πόθο της αφιέρωσης και να φορέσει το ράσο της ταπείνωσης, επιλέγοντας τον τραχύ δρόμο της μοναχικής υπακοής. Ο νεαρός Χρήστος και μετέπειτα Χριστόδουλος, ήταν προορισμένος, εκ κοιλίας μητρός, να συμβαδίσει με το πεπρωμένο του.
Κι αυτό το πεπρωμένο τον έφερε στον τόπο μας, πριν σαράντα τέσσερα χρόνια και τον κατέστησε Επίσκοπο μιας επαρχίας που αναζητούσε τον Ποιμένα της ενότητας, της καταλλαγής και της θυσιαστικής προσφοράς. Από την πρώτη ημέρα της διακονίας του, έθεσε την χείρα επί το άροτρον και εργάστηκε ασταμάτητα για την πνευματική προκοπή του λαού, την καλλιέργεια και αναγέννηση του ιερού Κλήρου, καθώς ενέπνευσε σε πλήθος νέων ανθρώπων τον πόθο της ιερωσύνης. Κοπίασε για την προστασία της νεολαίας από τους ψεύτικους παραδείσους της κοσμικότητας και του υλισμού. Μετήλθε όλων των τρόπων και των μέσων, που η εποχή του παρέσχε, προκειμένου να στηρίξει τους εμπερίστατους αδελφούς, να παραμυθήσει τους πενθούντες, να θρέψει τους πεινασμένους, να κατέβει στο πεζοδρόμιο, για τα δίκαια των απλών ανθρώπων. Ήταν ένας ασίγαστος λειτουργός, που εμφύσησε στην καρδιά κλήρου και λαού την αγάπη για την Λατρεία του Θεού, τον πόθο της ακρόασης του Θείου Λόγου, την διαρκή επιθυμία για μετοχή στο εκκλησιαστικό γεγονός. Ο Χριστόδουλος, τελικά, αφιέρωσε σε μας τα καλύτερα και πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής του.
Το ίδιο αυτό πεπρωμένο τον ανέβασε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών, στον οποίο όλοι μας, ο λαός και οι κληρικοί μας, τον ενθρονίσαμε, με πόνο, είναι αλήθεια, γιατί τον χάναμε, αλλά και περηφάνια, γιατί τον κέρδιζε η Ελλάδα. Κι εκεί γνώρισαν οι πανέλληνες αυτόν που εμείς απολαμβάναμε για 24 ολόκληρα χρόνια, καθώς τους αποκάλυψε τα ιερά οράματά του, για τα οποία εργάστηκε με συνέπεια μέχρις εσχάτων.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος υπήρξε, όντως, ένας μεγάλος οραματιστής. Οραματίστηκε μια Εκκλησία ζωντανή, ανοικτή στον κόσμο, όχι εκ του κόσμου προερχομένη, αλλά διά τον κόσμον και την διακονία της κοινωνίας προορισμένη. Μια Εκκλησία παραδοσιακή και συνάμα προοδευτική, έτοιμη να διαλεχτεί με το διαφορετικό, να δώσει τα χέρια στον ξένο, να μιλήσει την γλώσσα της αλήθειας, υπακούοντας στην διαχρονική αποστολή Της. Οραματίστηκε μια Εκκλησία ουδεμία σχέση έχουσα με τα στεγανά και τα τείχη του στείρου και ανερμήνευτου συντηρητισμού, που Την θέλει αποκλεισμένη στην αυτάρκεια ενός «ασφαλούς» παρελθόντος, μη δυναμένη ν’ ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών, ν’ ακούσει την γλώσσα του σήμερα και ν’ απαντήσει στα διαχρονικά «γιατί» μιας παραπαίουσας κοινωνίας. Αρνήθηκε το μοντέλο που θέλει την Εκκλησία κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους των Ναών, να ψάλει και να θυμιατίζει μόνο τα αποτυπώματα σιωπώντων Αγίων. Κατέβασε τους Αγίους από τα περίτεχνα προσκυνητάρια και τα ιστορικά τέμπλα και τους έκανε συνομιλητές όλων εκείνων που διψούν για την αλήθεια σ’ ένα κόσμο μπουχτισμένο από το ψέμα. Οραματίστηκε και εργάστηκε για μια Εκκλησία δίπλα στον άνθρωπο, διακόνισσα των πάσης φύσεως αναγκών του, αληθινή μητέρα παιδιών σε απόγνωση διαρκείας.
Ο μακαριστός Χριστόδουλος οραματίστηκε μια Ελλάδα περήφανη και αξιοπρεπή, με συνείδηση της αποστολής της στο παρόν και στο μέλλον, αποστολής άμεσα συνδεδεμένης με το βαρύ παρελθόν της. Γνώριζε την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του όσο λίγοι και, ακριβώς, επειδή είχε τέτοια καθαρή ιστορική γνώση δεν δίσταζε να αρθρώνει λόγο θαρρετό, οξύ, πατριωτικό, μαχητικό, κάποιες φορές, αλλά υπεύθυνο και συνειδητοποιημένο, όταν έβλεπε την Ελλάδα να πληγώνεται και να φθίνει, να υποχωρεί και να εκπίπτει από τα λάθη ή την ατολμία των ηγητόρων της.
Είχε σταθερές και ακλόνητες αρχές και ως προς την Εκκλησιαστική του αποστολή και ως προς την εθνική του αυτοσυνειδησία. Αυτές τις αρχές υπηρέτησε, με αυταπάρνηση, μέχρι τέλους, αδιαφορώντας για τα δηλητηριώδη βέλη των επικριτών του, για την βάναυση πολεμική των οργανωμένων, εναντίον του, συμφερόντων. Κριτήριό του ήταν το καλώς νοούμενο συμφέρον του λαού του Θεού, της Εκκλησίας, της οποίας έγινε πηδαλιούχος. Και αυτό το συμφέρον το υπερασπίσθηκε σθεναρά έναντι εθνών και βασιλέων.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος οραματίστηκε μια νεολαία ελεύθερη από τα δεσμά ανέντιμων και εφήμερων σκοπιμοτήτων, στα οποία την θέλουν περιορισμένη άνομα και ανομολόγητα κομματικά και άναρχα συμφέροντα. Άνοιξε τις πόρτες, αλλά κυρίως την καρδιά της Εκκλησίας, στους νέους, ζητώντας να επιστρέψουν στο σπίτι τους, στην Εκκλησία, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, γιατί η Εκκλησία είναι μάνα και η μάνα δεν έχει όρια στην αγάπη, στην ανοχή, στην εγκαρτέρηση, στην υπομονή και στην ελπίδα. Μετουσίωσε τα νεανικά όνειρα, τις χαμένες ελπίδες προδομένων, από το σύστημα, νέων και αγωνίστηκε για την πραγματική Παιδεία, που θα δημιουργεί Ανθρώπους, υπεύθυνους, έντιμους, χρηστούς πολίτες, κοινωνικά ευαισθητοποιημένους, με οράματα και στόχους υγιείς και όχι μηχανοποιημένα ανθρωπάρια, εύχρηστα πιόνια στα βρώμικα χέρια των επιτηδείων του κέρδους.
Για όλα τα παραπάνω ο λαός αυτής της πατρίδας τον αγάπησε με πάθος, έστω κι αν κάποιες στιγμές έδειξε να κλονίζεται υπό το βάρος μιας, άνευ προηγουμένου και γκεμπελικής μαεστρίας, πλύσης εγκεφάλου. Ο απλός λαός και η νεολαία αυτού του τόπου τον έκλαυσαν όσο λίγους και ακούμπησαν στο φέρετρό του μ’ ευγνωμοσύνη, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον χαμένο πατέρα, τον τελευταίο γνήσιο ηγέτη, τον χαμογελαστό Δεσπότη.
Όμως, μιας και η Τοπική μας Εκκλησία έχει αφιερώσει αυτό το διήμερο στην ανάδειξη του εκκλησιαστικού ρόλου κατά την μαύρη περίοδο της Κατοχής και την ένδοξη περίοδο της Εθνικής Αντιστάσεως, κρίνουμε σκόπιμο να κάνουμε μια μικρή αναφορά στα όσα εκείνος προσέφερε για την ανάδειξη αυτών των λεπτών ιστορικών πτυχών, που για δεκαετίες παρέμεναν άγνωστες. Ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος με ποικίλους τρόπους υπηρέτησε το έργο της αναγνώρισης και ιστορικής αποκατάστασης της Εκκλησίας και της ηγεσίας Της, εκείνη την εποχή, η οποία διεδραμάτισε ρόλο προστατευτικό του απλού και δοκιμαζόμενου λαού, και ενήργησε μεγάλα και θαυμαστά στην μεγάλη υπόθεση της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Η Εκκλησία μας τότε λειτούργησε ως μητέρα φιλόστοργη και θυσιαστική προς κάθε κυνηγημένο, προς κάθε χειμαζόμενο και διωκόμενο πολίτη της σκλάβας πατρίδος, από την ναζιστική κτηνωδία, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και πολιτιστικής προέλευσης, αντικρίζοντας στο πρόσωπό του την ζωντανή εικόνα του Θεού, κατά την εντολή του Ιησού Χριστού. Στα πρόσωπα των ηρωικών Ιεραρχών της και των απλών παπάδων της, δίδαξε το ατίμητο ήθος του αλτρουισμού, της αλληλεγγύης, ακόμα και της θυσίας, για να σωθούν τα παιδιά της. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα χρόνια των βασάνων, που υπέμεινε, για την αγάπη των αδελφών του, ο αοίδιμος Μητροπολίτης Δημητριάδος Δαμασκηνός, στο στρατόπεδο του θανάτου Νταχάου! Ποιος μπορεί να λησμονήσει τις ηρωικές προσπάθειες του Ιεράρχου της Κατοχής, στον τόπο μας, Μητροπολίτου Ιωακείμ, που διέσωσε το μεγαλύτερο μέρος της εβραϊκής κοινότητας του Βόλου από βέβαιο θάνατο και έγινε ο πατέρας των κατατρεγμένων, ο λυτρωτής των αιχμαλώτων, το καταφύγιο των πεινώντων και αγωνιζομένων!
Αυτή την ιστορία διέσωσε ο Μακαριστός Χριστόδουλος, μέσα από σειρά κειμένων του, άρθρων του στον εκκλησιαστικό και κοσμικό Τύπο, αλλά και εκτενών ομιλιών του, με σκοπό την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, για μια πτυχή της ιστορίας, που επί χρόνια έμενε στο περιθώριο της μνήμης, κινδυνεύοντας από την απειλή της λήθης. Παράλληλα, έδωσε μαθήματα ζωής και ακραιφνούς Ορθοδόξου ήθους, με τον τρόπο που στάθηκε απέναντι στην τραγωδία του εβραϊκού Ολοκαυτώματος, στα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου, την περίοδο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, καταδικάζοντας, χωρίς περιστροφές, τον ρατσισμό, την μισαλλοδοξία, τον θρησκευτικό φανατισμό, κηρύσσοντας, συνάμα, τον σεβασμό στο φυλετικώς, θρησκευτικώς και πολιτιστικώς διαφορετικό.
Από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες της ζωής μας κοντά του ήταν το προσκύνημά του στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Majdanek, κατά την Ειρηνική του Επίσκεψη στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας, τον Αύγουστο του 2003. Πρόκειται για τόπο μαρτυρίου που κατασκευάστηκε από τους Ναζί κατακτητές το 1941, στον οποίο δολοφονήθηκαν, με τρόπο φρικιαστικό, 300.000 άνθρωποι από 27 διαφορετικές εθνότητες, πάσης θρησκείας. Στον τόπο αυτό ο Μακαριστός Χριστόδουλος κατέθεσε στεφάνι στη μνήμη των χιλιάδων αθώων θυμάτων, περιηγήθηκε στους χώρους του στρατοπέδου και στις εγκαταστάσεις ενός εκ των μεγαλυτέρων εγκλημάτων που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα και είπε τα εξής:
«Έρχεται ίλιγγος στον νου του ανθρώπου, όταν σκέπτεται τις θηριωδίες και τις βαρβαρότητες που έχουν διαπραχθεί σε αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου. Είναι βέβαιο ότι ο άνθρωπος που δεν έχει ούτε ηθικές αναστολές και αρχές, ούτε και πίστη στον Θεό, γίνεται αδίστακτος, γίνεται λύκος. Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, έρχονται σ’ αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης, στον τόπο όπου βρήκαν τραγικό θάνατο χιλιάδες άνθρωποι που δεν έφταιξαν σε τίποτα, χιλιάδες προσκυνητές. Αυτός ο χώρος πρέπει να μας διδάσκει ότι εάν τα έθνη θέλουν να ζήσουν ειρηνικά και να προοδεύσουν, δεν υπάρχει άλλη λύση από το να ενστερνιστούν τις πνευματικές και ηθικές αξίες. Ιδιαίτερα για εμάς τους Χριστιανούς αυτές οι αξίες βρίσκονται μέσα στο Ευαγγέλιο. Αλλά και για όλους τους Ευρωπαίους ο Χριστιανισμός είναι αυτός που διαμόρφωσε τον πολιτισμό. Αυτά τα θεμέλια πρέπει να τα σεβαστούμε, αν θέλουμε να επιδιώξουμε την ενότητα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εάν θέλουμε η Ε.Ε. να έχει διάρκεια μέσα στο χρόνο. Αυτός ο χώρος είναι χώρος διδαχής και αγωγής για την ανθρωπότητα, για όλους εμάς. Είναι καλό να ξέρουμε την ιστορία, να τη διαβάζουμε, να τη διδασκόμαστε. Γιατί, αλλιώς, είμαστε καταδικασμένοι να υποστούμε νέα δεινά. Όταν οι άνθρωποι θα δείχνουν το χειρότερο εαυτό τους, όπως δυστυχώς, συνέβη τα τελευταία χρόνια με τους πολέμους στα Βαλκάνια και σε άλλα μέρη του κόσμου, θα βλέπουμε ανθρώπους, με βαναυσότητα και αγριότητα, να στοχεύουν κατά των συνανθρώπων τους, με νέα μέσα εξοντώσεως. Ας ευχηθούμε να διδαχθούν οι άνθρωποι και να ευθυγραμμίσουν τη ζωή τους με το θέλημα του Θεού».
Αυτός ήταν ο Χριστόδουλός μας. Γι’ αυτό, θα ζει πάντα στις καρδιές μας και τα οράματά του θα εμπνέουν και θα φωτίζουν τους δρόμους της ζωής μας. Αιωνία του η μνήμη!
*Ομιλία στο δεκαετές Μνημόσυνο του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, Μητροπολιτικός Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Βόλου, 3/2/2018