Ένα πνεύμα, όπως είναι ο διάβολος, μπορεί να ενωθεί με μια πυκνή και συμπαγή ύλη, όπως είναι το σώμα μας. Δεν μπορεί, όμως, κατά τον ίδιο τρόπο να ενωθεί και με την ψυχή μας -που κι αυτή είναι πνεύμα-, και μάλιστα να την κάνει υποχείριά του. Αυτό το βλέπουμε στους δαιμονισμένους: Τα πονηρά πνεύματα δεν διεισδύουν στην ουσία της ψυχής τους.
Όχι! Κυριεύουν μόνο τα μέλη του σώματος, όπου εδράζεται η δύναμη της ψυχής τους, και, πιέζοντάς τα αφόρητα, πνίγουν στα σκοτάδια τη νοητική τους δύναμη. Παρόμοια συμπτώματα παραφροσύνης προκαλούν, για παράδειγμα, η υπερβολική κατανάλωση κρασιού, ο υψηλός πυρετός, το δριμύ ψύχος και άλλοι εξωτερικοί παράγοντες, που εξουθενώνουν το σώμα μας.
Για αυτούς τους ανθρώπους ο απόστολος Παύλος λέει ότι παραδίνονται για λίγο στον σατανά, «για να τιμωρηθεί σκληρά το σώμα τους, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή τους κατά την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου Ιησού Χριστού» (πρβλ. Α’ Κορ. 5:5).
Πολύ πιο σοβαρή και φοβερή, όμως, είναι η κατάληψη αυτών που, ενώ είναι ελεύθεροι σωματικά, υφίστανται μια κατοχή πιο ολέθρια: Είναι ψυχικά υποδουλωμένοι στον διάβολο, αιχμάλωτοι των παθών και των δαιμονικών ηδονών. Η συμφορά αυτών των ανθρώπων είναι πολύ απελπιστική, επειδή, όντας υποχείριοι των δαιμόνων, δεν αντιλαμβάνονται την τυραννία που υφίστανται, αλλά και δεν αφήνουν να φανεί κανένα σημάδι που θα αποκάλυπτε την κατοχή τους από τον διάβολο. Πολλοί, μάλιστα, δεν υποβάλλονται σε καμιά δοκιμασία άξια των αμαρτωλών τους πράξεων.
Αυτό συμβαίνει γιατί είναι ανάξιοι να δεχθούν το αποτελεσματικό φάρμακο των θλίψεων, που προσφέρεται σ’ αυτή τη ζωή. Έτσι, ανάλογα με «τη σκληρότητα και την αμετανοησία της καρδιάς τους», οι οποίες δεν καθαρίζονται με τις δοκιμασίες της επίγειας ζωής, «μαζεύουν κατά του εαυτού τους την οργή του Θεού για την ημέρα της Κρίσεως» (Ρωμ. 2:5). Οι άνθρωποι αυτοί θα τιμωρηθούν στην αιωνιότητα μαζί με τους δαίμονες. Γιατί αποδείχθηκαν ανάξιοι να λάβουν από αυτή τη ζωή τη μεταχείριση των παιδιών του Θεού, αφού δεν χτυπήθηκαν από καμιά θλίψη, όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι.