Μπροστά από μισό περίπου αιώνα ζούσε ένας αγροφύλακας, πού τον έλεγαν Αντώνη και ήταν γνωστός σε πολλά χωριά της Κόνιτσας, ιδίως για τη μεγάλη του οικογένεια.
Είχε εννιά παιδιά, από δύο έως δέκα-εφτά χρονών. Έξι ήταν κορίτσια και τρία αγόρια
Ήταν άνθρωπος διαφορετικός, με ξεχωριστό ήθος και ασυνήθιστη συμπεριφορά.
Όσοι τον γνώριζαν, τον περιέγραφαν με υπερβολικά λόγια Οι περισσότεροι τον επαινούσαν και τον συμπαθούσαν. Υπήρχαν, βέβαια, κι εκείνοι, πού τον αντιπαθούσαν, χωρίς αιτία και μιλούσαν περιφρονητικά .Ό ίδιος, αδιαφορώντας για το τι λένε οι άλλοι, ήταν ορμητικός στη ζωή του.
Απ’ τους ανθρώπους δεν ζητούσε βοήθεια Προσπαθούσε με τις δικές τους δυνάμεις να καλύπτει τις βασικές ανάγκες της οικογένειας του. Είχε το μικρό μισθό του, τα χωράφια, το κυνήγι και μερικά ευκαιριακά μεροκάματα.
Ή γυναίκα του, ή Δέσπω, ήταν απλή και προσπαθούσε να μεγαλώσει τα παιδιά της με αξιοπρέπεια, χωρίς γογγυσμούς και θορύβους.
Ήταν και απερίεργη. Δεν ήθελε να μαθαίνει τι συνέβαινε στους άλλους, στα ξένα σπίτια Απέφευγε το κουτσομπολιό και τις φιλονικίες. Ωστόσο, οί άλλοι ασχολούνταν καθημερινά με το σπίτι της. Τη σχολίαζαν με τρόπο σκληρό και τη χαρακτήριζαν καθυστερημένη, γιατί δεν έκανε εκτρώσεις. Ή Δέσπω δεν έβγαινε απ’ το σπίτι. Είχε πάντα δουλειές και ήταν μόνιμα κουρασμένη. Ή φτώχεια της ήταν εμφανής και δικαιολογημένη. Άλλα και ή αδιαφορία των ευπόρων μεγάλη. Δεν θυμόταν ή Δέσπω ποτέ να της έχει συμπαρασταθεί κάποιος. Ούτε μια δραχμή ούτε μια καραμέλα για τα παιδιά της.
Ό Αντώνης, κάθε φορά, πού γυρνούσε απ’ τα χωριά στα οποία υπηρετούσε, κάτι είχε στον τορβά του. Οί άνθρωποι πάντα του έδιναν, γιατί τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν.
Τα παιδιά του άνοιγαν τον τορβά, για να δουν τι είχε μέσα Τα λουκούμια, οι καραμέλες και τα φρούτα εξαφανίζονταν αμέσως. Μερικές φορές, όταν έβρισκε ευκαιρία, τα καταβρόχθιζε μόνος του ό ζωηρός και σωματώδης Νικόλας, το τρίτο παιδί της οικογένειας.
Στο σχολείο τα παιδιά του Αντώνη και της Δέσπως ήταν καλοί μαθητές. Δεν αντιμετώπιζαν δυσκολίες και δεν δημιουργούσαν προβλήματα στ’ αλλά παιδιά ήταν κοινωνικοποιημένα και δεν είχαν απαιτήσεις. Όχι πως υποχωρούσαν συνέχεια και δέχονταν να τους κοροϊδεύουν οί άλλοι, αλλά δεν είχαν εγωισμό και πονηριά.
Ό Αντώνης ήταν αγνός άνθρωπος. Ό χαρακτήρας του τραχύς, ντόμπρος και αποφασιστικός. Αγωνιζόταν αδιάκοπα για την οικογένεια του, γι` αυτό και βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Όλες τις εποχές. Και το χειμώνα, πού δεν υπήρχε κανένας λόγος να τρέχει από χωριό σε χωριό για τυχόν αγροτοζημιές. Ήθελε να γεμίζει καθημερινά τον τορβά του, γιατί καθημερινά έπρεπε να θρέφει δέκα στόματα Μια φορά το μήνα πήγαινε και στη χαράδρα του Αώου, οπού υπήρχαν πολλά γιδοπρόβατα Έφτανε μέχρι την τοποθεσία Μύγα Περνούσε πάντα απ’ το μοναστήρι του Στομίου, οπού έκανε στάση, Ιδίως όταν γύριζε. Τότε βρισκόταν εκεί ό μοναχός Μαρδαριος νέος μοναχός, πού είχε έρθει απ’ το Άγιο Όρος. Ό Αντώνης γνώριζε το μοναχό και συχνά του εκμυστηρευόταν ότι τον απασχολούσε. Εκείνος ήταν πρόθυμος πάντα και προσπαθούσε με πολλούς τρόπους να βοηθάει τον πολύτεκνο αγροφύλακα.
Στο μοναστήρι ό Αντώνης ήθελε να ανάβει μόνος του τα καντήλια και να προσεύχεται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας για την οικογένεια του. Ό μοναχός Μαρδαριος άφηνε τον Αντώνη ελεύθερο, γιατί γνώριζε την καλή του προαίρεση και τη βαθιά του πίστη. Δεν μπορούσε, όμως, να εξηγήσει τον πυροβολισμό, πού άκουγε κάθε φορά, πού απομακρυνόταν απ’ το μοναστήρι ό Αντώνης. Ήξερε ότι είχε πάντα το δίκαννο κοντά του, άλλα δεν γνώριζε τι σημάδευε. Δεν τον είχε ρωτήσει, γιατί δεν ήθελε να φανεί περίεργος. Συνεχιζόταν αύτη ή τακτική για αρκετούς μήνες. Κάποτε, όμως, ό μοναχός, ετοιμάζοντας καφέ στον Αντώνη, βρήκε την κατάλληλη στιγμή και τον ρώτησε:
-Βρε Αντώνη, κάθε φορά, πού φεύγεις απ’ το μοναστήρι, ακούω και μια ντουφέκια
Τι βρίσκεις και σημαδεύεις;
Ό Αντώνης, λίγο ανήσυχος, αποκάλυψε:
—Ξέρεις, παππούλη, εγώ έχω μεγάλη οικογένεια και τα οικονομικά μου είναι λιγοστά Δεν φτάνουν ν’ αγοράσω κρέας νια τα παιδιά μου. Έτσι παίρνω κοντά και το δίκαννο κι όταν βρω κάτι στο βουνό, το σκοτώνω.
-Μα εσύ ντουφεκάς κάθε φορά, πού έρχεσαι εδώ.
-Πρέπει να στο φανερώσω, παππούλη, τι κάνω. Όταν ανάβω τα καντήλια, κάνω την προσευχή μου και ζητάω απ’ την Παναγία να με βοηθήσει να πάω στα παιδιά μου λίγο κρέας. Κι εκείνη πάντα βοηθάει. Εγώ παίρνω λάδι απ’ το καντήλι της και αλείφω κάθε φορά το στόχαστρο, πού είναι πάνω στην κάνη και όλο κάτι βρίσκω.
-Πιστεύεις ότι σε βοηθάει ή Παναγία σ’ αυτό;
-Βέβαια, παππούλη. Σε μια συγκεκριμένη μεριά, εκεί κοντά στον Ασπρόλακκο, τις περισσότερες φορές με περιμένει κάποιο αγριοκάτσικο, σταλμένο απ’ την Παναγία Το σκοτώνω και το παίρνω.
Ό μοναχός Μαρδαριος είχε μείνει κατάπληκτος απ’ αυτό, πού άκουσε. Ζήλευε τον Αντώνη για την πίστη του, αλλά και τον καθαρό του νου. Τον θαύμαζε, πού με την προσευχή εξασφάλιζε το κρέας των παιδιών του.
Ό Αντώνης, όταν σκότωνε το απαγορευμένο απ’ το νόμο ζώο, το σήκωνε στην πλάτη του και κατηφόριζε από ένα δικό του μονοπάτι κοντά στη όχθη του ποταμού Αώου, σ’ ένα κρυφό σημείο, οπού κανένας δεν μπορούσε να τον δει . Ήταν δύο μεγάλες πέτρες, πού είχαν σχηματίσει μια πυραμίδα κι ένα μικρό σπήλαιο, ενώ γύρω -γύρω υπήρχαν ιτιές και διάφοροι θάμνοι. εκεί ό Αντώνης έγδερνε το αγριοκάτσικο, το κομμάτιαζε και το έβαζε μέσα στους τορβάδες του. Κι όταν εκείνος έφευγε απ’ το σπήλαιο, εμφανίζονταν οι αλεπούδες και τα τσακάλια, πού έτρωγαν ότι άφηνε ό λαθροκυνηγός. Συγχρόνως κατέβαιναν και τα κοράκια, πού ζητούσαν το δικό τους μερίδιο.
Ό Αντώνης, φορώντας την υπηρεσιακή του στολή, φορτώνονταν το κρέας, πού κάποτε έφτανε και τα είκοσι κιλά και οδοιπορούσε πολλές ώρες, για να φτάσει στο σπίτι του. Ή ικανοποίηση του ήταν βαθιά και ή ευχαριστία προς την Παναγία αδιάκοπη.
Όταν ό μοναχός Μαρδαριος έφυγε απ’ το μοναστήρι του Στομίου, ό Αντώνης συνέχισε για λίγα χρόνια την ίδια διαδρομή, όσο άντεχαν οι σωματικές του δυνάμεις. Πολύ αργότερα, συνταξιούχος πια, έμαθε ότι ό γνωστός του μοναχός Μαρδαριος βρισκόταν στο Άγιο Όρος και θέλησε να τον επισκεφθεί. Ή συνάντηση υπήρξε συγκινητική. Ό φημισμένος πια μεγάλος Γέροντας θυμήθηκε τα παλιά και συμβούλεψε το γερασμένο Αντώνη:
—Να διατηρήσεις την εμπιστοσύνη σου στην πρόνοια του Θεού και να ‘σαι σίγουρος ότι όλα θα πηγαίνουν καλά.