Είχα πάει σε ένα μοναστήρι και περίμενα το λεωφορείο. Δίπλα μου ήταν και δύο σύζυγοι ηλικιωμένοι. Κάποια στιγμή έβγαλα κάποια χαρτιά μου να ψάξω κάτι. Μαζί είχα και μία φωτογραφία του πατρός Αρσενίου.
Η κυρία με ρώτησε αμέσως: Έχετε γνωρίσει τον πατέρα Αρσένιο; Αγαπητέ μου, εγώ τον γνώρισα. Αυτός ο άνθρωπος με έσωσε, με έβγαλε από ψυχικό θάνατο…
είχα παθήσεις των ενδοκρινών αδένων. Εδώ και χρόνια έμεινα σε νοσοκομεία και οίκους ευγηρίας σε ολόκληρη την χώρα.
Στο τέλος μου είπαν να πάω σπίτι διότι σε 2-3 μήνες θα πεθάνω…
Μια νοσοκόμα, πρίν την έξοδο από το νοσοκομείο, μου είπε:
«Ματαίως παίρνεις φάρμακα και ελπίζεις στους γιατρούς και νοσοκομεία. Πήγαινε και προσευχήσου στον Θεό… Άκουσα ότι υπάρχει ένας άνθρωπος του Θεού, Αρσένιος.Πήγαινε και κάνε προσευχή, μήπως και τον βρείς…»
Aλλά αυτή δεν πίστευε στον Θεό, θεωρούσε την πίστη μια βλακεία…
Μένοντας σπίτι και βλέποντας κα πεθάνει σιγά σιγά -είχε χάσει πάρα πολύ βάρος- άρχισε να σκέφτεται με τρόμο τον θάνατο. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι είναι αδύνατο ο άνθρωπος να πεθάνει και απλά να εξαφανίζεται. Πρέπει κάτι να γίνει μαζί του. Άρχισε να σκέφτεται με την ψυχή, η ποία είναι αθάνατη, η οποία δεν μπορεί να δεχθεί τον θάνατο.
Έλεγε συνέχεια μέσα της: «Δεν γίνεται να μην υπάρχει Θεός. Δεν γίνεται να πεθάνω και να μην υπάρχω πλέον». Τα έλεγε σχεδόν με απελπισία.
Άρχισε να προσεύχεται με τα λόγια που ήξερε. Θυμήθηκε το όνομα του πατρός Αρσενίου και προσευχόταν: «Ποιος είσαι, πάτερ Αρσένιε; Βοήθησέ με!» Δεν ήξερε ούτε εάν ζει η έχει πεθάνει, ούτε πού είναι.
Και την νύχτα εκείνη είχε ένα όνειρο:
«Ονειρεύθηκα ένα πατέρα σε άσπρο ράσο που μου είπε: Γυναίκα, θα σηκωθείς το πρωί, θα ανεβείς στο τάδε τρένο -και είδε ακριβώς το τρένο- στο τάδε βαγόνι… θα κατεβείς στο τάδε σταθμό, θα πας στο σταθμό των λεωφορείων και θα πάρεις το τάδε λεωφορείο… -και είδε το λεωφορείο με τον οδηγό του- θα κατεβείς στο τάδε σταθμό… θα πάρεις αυτόν τον δρόμο και θα με βρεις σ΄αυτή την εκκλησία».
Είδε στο όνειρο όλη την διαδρομή. Και αποφάσισε να το κάνει… Το πρωί όμως ο άνδρας της είπε: «Τι κάνεις; Τρελάθηκες; Άρρωστη πως είσαι θέλεις να αλητεύεις, με τα όνειρά σου;»
Τελικά την άφησε: «Εάν θέλεις να πεθάνεις, να πεθάνεις!»
Σε ένα σταθμό, ένας ζητιάνος παρακάλεσε θερμά τον οδηγό να τον πάρει χωρίς να πληρώσει. Αλλά ο οδηγός του είπε: «Εάν δεν έχεις χρήματα, κάτω!» Η γυναίκα, αν και ξόδεψε μια περιουσία για τα φάρμακα, είπε στον οδηγό: «Άσε τον να ανεβεί διότι πληρώνω εγώ» και του έδωσε τα χρήματα για τα εισιτήρια.
Ο ζητιάνος ανέβηκε και την ευχαρίστησε. Μετά από λίγο όμως η γυναίκα παρατήρησε ότι ο ζητιάνος δεν ήταν πλέον στο λεωφορείο.
Όταν έφτασε στην εκκλησία είδε τον άνθρωπο από τον όνειρο, τον πατέρα Αρσένιο, ακουμπώντας ένα τοίχο της εκκλησίας.
Τον πλησίασε και της είπε: «Ε, βλέπεις ότι έφτασες, αφού το είχες πιστέψει;»
και έπαιζε στα δάκτυλα με το εισιτήριο του λεωφορείου που έδωσε στον ζητιάνο..
Η καημένη γυναίκα έπεσε στα γόνατα.
Την πείρε μέσα, της διάβασε μία ευχή και της είπε ότι θα γίνει καλά, αλλά να αλλάξει την ζωή της.
Και άλλαξε ριζικά το υπόλοιπο της ζωής που της χάρισε ο Θεός διά μέσου του πατρός Αρσενίου.
Μια διήγηση περί του πατρός Αρσενίου Μπόκα.
– Πρεσβύτερος Κυπριανός Νεγρεάνου