Δεν ήμουν καθόλου άνθρωπος θρησκευόμενος και δεν είχα καμία σχέση με την Εκκλησία. Το 1987 άκουσα σε κάποιες συζητήσεις να μιλάνε με ενθουσιασμό για έναν Γέροντα φωτισμένο, σπουδαίο και άλλα διάφορα. Από περιέργεια σκέφτηκα να πάω να τον γνωρίσω, για να έχω προσωπική γνώμη.
Όταν πήγα στο Μήλεσι, όλα μου φάνηκαν παράξενα, διότι πρώτη φορά πήγαινα σε Μοναστήρι και σε Γέροντα. Στο αρχονταρίκι είδα αρκετό κόσμο να περιμένει και έναν ιερέα. Ο ένας έλεγε ότι θα ζητήσει από τον Γέροντα να τους βοηθήσει να αποκτήσουνε παιδιά, ο άλλος έλεγε ότι θα του ζητήσει να θεραπευτεί από την τάδε ασθένεια… κτλ. Εγώ σκέφτηκα πως αυτά δεν ήταν και τόσο σημαντικά, αλλά δεν ήξερα και τι να του πω, όταν θα ερχότανε η σειρά μου.
Όταν πέρασα στο Κελλάκι, του φίλησα το χέρι και του είπα: «Γέροντα, όλοι θέλουνε να τους θεραπεύσεις τις αρρώστιες, να τους λύσεις τα προβλήματα, το ένα, το άλλο… Εγώ δεν θέλω τέτοια πράγματα, δεν θέλω να σώσω το κορμί μου, θέλω να σώσω την ψυχή μου!». Αμέσως έβγαλε μια δυνατή φωνή σαν ένα μικρό παιδί και μαζεύτηκε και έγινε ένα κουβαράκι επάνω στο κρεβάτι του, στη γωνιά. Και να λέει απανωτά: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ, ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ…». Εγώ φοβήθηκα πολύ και σκέφτηκα πως είδε όλες μου τις αμαρτίες και τρόμαξε. Την ίδια στιγμή, από τις φωνές, μπήκε μέσα ανήσυχη η ανιψιά του, η γερόντισσα Φεβρωνία, και με ρωτάει:
-Τι του έκανες;
-Τίποτα, τίποτα…, δεν έκανα τίποτα… Και βγήκα έξω.
Καθώς έφευγα, με πρόλαβε η ανιψιά του και μου είπε: «Κυρία Χρυσούλα, είπε ο Γέροντας να έρθετε επάνω». Παραξενεύτηκα που ξέρανε το όνομά μου και μάλιστα το χαϊδευτικό. Ξαναμπήκα στο Κελλί του, με σταύρωσε, πήρα την ευλογία του και έφυγα…
Ένα πρωινό, μου τηλεφώνησαν από το Μοναστήρι και μου είπανε: «Έλα, έλα, σε θέλει ο Γέροντας, γιατί φεύγει σήμερα για το Άγιον Όρος και δεν θα ξανάρθει. Έλα να πάρεις την ευχή του!».
Αμέσως πήρα μαζί μου ένα φιλικό ζευγάρι και πήγαμε.
Συγκινημένη πήρα την ευχή του, μου ευχήθηκε, με σταύρωσε και τον αποχαιρέτησα. Τον άντρα αυτού του ζευγαριού, τον κύριο Λάζαρο, τον κράτησε μισή ώρα μέσα στο Κελλί του και τον συμβούλευε. Επειδή είχανε κατσίκια, κουνέλια, κότες και βάζανε κηπευτικά, του έλεγε πως να τα προσέχει και πως να τα φροντίζει. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων του είπε:
«Τα ζώα σου να μην τα »χαλάσεις» ποτέ. Να τα κρατήσεις και να κάνεις και άλλο μαντρί, γιατί έρχονται δύσκολα χρόνια. Θα έρθουν δύσκολες μέρες, γι’ αυτό να τα κρατήσεις, να έχεις το κρέας σου και το γάλα σου. Μετά έχει ο Θεός. Αυτά τα δύσκολα χρόνια δεν θα κρατήσουνε για πολύ. Θα έρθουνε καλύτερες μέρες, καλύτερη ζωή και θα περάσετε πολύ καλά».