Θεολογία είναι ο λόγος του Θεού, που συλλαμβάνεται από τις αγνές, τις ταπεινές και αναγεννημένες πνευματικά ψυχές, και όχι τα όμορφα λόγια του μυαλού, που φτιάχνονται με φιλολογική τέχνη και εκφράζονται με το νομικό ή κοσμικό πνεύμα.
Τα φτιαχτά λόγια δεν μπορούν να μιλήσουν στην ψυχή του ανθρώπου, όπως δεν μπορεί να μιλήσει ένα όμορφο άγαλμα, εκτός εάν οι ακροατές είναι πολύ κοσμικοί και ευχαριστούνται απλώς από τις όμορφες κουβέντες…..
Η θεολογία που διδάσκεται σαν επιστήμη, συνήθως εξετάζει τα πράγματα ιστορικά, και επόμενο είναι να τα καταλαβαίνει εξωτερικά και επειδή λείπει η Πατερική άσκηση, τα εσωτερικά βιώματα, είναι γεμάτη από αμφιβολίες και ερωτηματικά, διότι με το μυαλό δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τις θείες ενέργειες, εάν δεν ασκηθεί πρώτα να τις ζήσει, για να ενεργήσει μέσα του η Χάρις του Θεού.
Όποιος νομίζει ότι μπορεί να γνωρίσει τα μυστήρια του Θεού με την εξωτερική επιστημονική θεωρία, μοιάζει με ανόητο που θέλει να ιδή τον Παράδεισο με το τηλεσκόπιο.
Εάν ζούσαμε πατερικά, θα είχαμε όλοι πνευματική υγεία, την οποία θα ζήλευαν και όλοι οι ετερόδοξοι και θα άφηναν τις αρρωστημένες τους πλάνες και θα σώζονταν δίχως κήρυγμα. Διότι τώρα δεν συγκινούνται από την Αγία μας Πατερική παράδοση, γιατί θέλουν να ιδούν και την Πατερική μας συνέχεια, την πραγματική μας συγγένεια με τους Αγίους.
Όταν ζητάμε να δικαιωθούμε σ’ αυτήν εδώ την ζωή και αποφεύγουμε την επίπληξη, αυτό φανερώνει ότι έχουμε ολοζώντανο ακόμη το κοσμικό φρόνημα μέσα μας, και εκείνη η λύπη τότε δεν έχει καθόλου μετάνοια αλλά ανθρωπαρέσκεια, η οποία δηλητηριάζει την ψυχή και το σώμα με την χολή που στάζει.
Όποιος κλαίει φιλότιμα, γιατί πλήγωσε τον Χριστό με τις αμαρτίες του, δέχεται αμέσως την θεία παρηγοριά, ανάλογα με την ποσότητα της λύπης του.