Back to top

Άγιος Παίσιος η παραμονή του στο Στόμιο Κονίτσης και στο Όρος Σινά τι έλεγε ο ίδιος.. ΕΙΚΟΝΕΣ

15/02/2019 - 21:20

Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου.

Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του.

stomio-konitsis-paisios-moni_stomiou

Στο Όρος Σινά

-Μετά απ' το Στόμιο, το 1962 ο Γέροντας, πήγες στο ερημικό Σινά και συγκεκριμένα στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης. Εκεί πώς ήταν ή ζωή; ρώτησε ένας άλλος, πού γνώριζε από παλιά τον Γέροντα.
Ό Μοναχός, όπου και να βρεθεί, το ίδιο περνάει. Ή πρόνοια του Θεού δεν τον εγκαταλείπει. Εκεί στο Σινά ό Θεός ήταν πάντα μαζί μου. Όταν πήγα εκεί, δεν είχα τίποτα βρέθηκα στην έρημο, με αγνώστους ανθρώπους, χωρίς να σκεφτώ τι θα φάω και πώς θα ζήσω. Το ασκητήριο ήταν εγκαταλειμμένο και ακατοίκητο. Το νερό λιγοστό. Εγώ δεν ήξερα και κάποιο εργόχειρο, για να βγάζω το ψωμί μου. Το μόνο εργαλείο, πού είχα ήταν ένα ψαλίδι, το όποιο χώρισα στα δυο κομμάτια και αφού τ' ακόνισα σε μια πέτρα, άρχισα να φτιάχνω ξυλόγλυπτα εικονάκια Δούλευα πολλές ώρες κι έτσι μπορούσα να ζω, άλλα και τους Βεδουίνους να βοηθάω.

-Μου κάνει εντύπωση, Γέροντα, πού μέσα στη φτώχεια σου, θυμόσουν και τους αλλόθρησκους Βεδουίνους, είπε ένας άλλος επισκέπτης
-Ήταν δυνατό να μη τους βοηθάω; Τους έδινα κάτι, ένα σκουφί, ένα ζευγάρι πέδιλα, λίγα χρήματα και χαίρονταν. Αυτό με παρακινούσε να δουλεύω το εργόχειρο περισσότερες ώρες. Κάποια μέρα, όμως, μου είπε ένας λογισμός:, «Γιατί ήρθα εδώ; Να βοηθάω τους Βεδουίνους ή να προσεύχομαι, για όλο τον κόσμο;». Έτσι λιγόστεψα το εργόχειρο και αύξησα την προσευχή. Ή βοήθεια, όμως, προς τους Βεδουίνους •συνεχίστηκε κανονικά, γιατί ή πρόνοια του Θεού δεν με άφησε.

-Γέροντα, αφού λιγόστεψες το εργόχειρο, πώς βοηθούσες τους Βεδουίνους; ρώτησε ο ίδιος επισκέπτης.
-Ξέρεις π έγινε; Τη μέρα, πού περιόρισα τη δουλειά, για να διαθέτω περισσότερο χρόνο στην προσευχή, ήρθε κάποιος στο ασκητήριο να με δει. Γνώριζε ότι εκεί υπήρχαν οι Βεδουίνοι και τα Βεδουινάκια τους, τους οποίους βοηθούσα. Μου λέει: «Γέροντα, σου έφερα εκατό λίρες, να βοηθάς τα Βεδουινάκια και να δουλεύεις λιγότερο. Να μη βγαίνεις απ' το πρόγραμμα της προσευχής». Αμέσως σηκώθηκα απ' τη θέση μου, μπήκα στο κελί και ζήτησα απ' τον Κύριο να μου πει αν έπρεπε να κρατήσω τα χρήματα. Μου είχε δημιουργηθεί μια τέτοια κατάσταση, πού έκλαιγα. Μετά ευχαρίστησα τον αδελφό, πού είχε γίνει το όργανο της πρόνοιας του Θεού

Η στέρηση, Γέροντα, τονώνει την εμπιστοσύνη μας στο Θεό; Ρώτησε ένας ακόμα επισκέπτης.
-Βοηθάει πολύ. Βοηθάει και στη δοξολογία του Θεού. Όταν τα έχουμε όλα άφθονα, ξεχνάμε το Θεό. Στο Σινά το νερό ήταν ελάχιστο. 'Από ένα βράχο έτρεχε σταγόνα - σταγόνα και μάζευα τρία κιλά νερό το εικοσιτετράωρο. Το λίγο αυτό νερό το εκτιμούσα πολύ κι ευχαριστούσα συνέχεια το Θεό, πού μου το έδινε. Μ' αυτό έκανα όλες τις δουλειές. Έπινα, πλενόμουν, έπλυνα τα ρούχα και κρατούσα λίγο και για τα πουλάκια και τα ποντικάκια, πού με συντρόφευαν. Ένιωθα ευγνωμοσύνη για αυτό το νερό. Αργότερα, όταν ήρθα στο Άγιο Όρος, στη σκήτη των Ιβήρων, άλλαξαν τα πράγματα. εκεί υπήρχε άφθονο νερό. Ή στέρνα ξεχείλιζε. Όμως, έχασα κάτι πολύ σημαντικό. Δεν αισθανόμουν την ανάγκη να ευχαριστήσω το Θεό. Στο Σινά βούρκωναν τα μάτια μου από ευγνωμοσύνη για το λίγο νερό, ενώ στη σκήτη ξεχάστηκα απ' την αφθονία του νερού.

-Πρέπει, Γέροντα, να έχει κανείς τη χάρη του Θεού, για ν' αντέξει σε τέτοιες καταστάσεις. Εμείς οι κοσμικοί ευχάριστα ακούμε τα όσα μας λες, αλλά δεν έχουμε καμιά τέτοια εμπειρία, είπε ό μεγαλύτερος της παρέας.
-Να ξέρετε ότι μόνο οι αμαρτίες είναι δικές μας. Ότι καλό κάνουμε, είναι απ' το Θεό. Αν μας αφήσει ή χάρη του Θεού, τίποτα δεν μπορούμε -να πετύχουμε. Ό, τι είναι το οξυγόνο στη φυσική ζωή, το ίδιο είναι και ή χάρη στην πνευματική ζωή. Αν μας αφαιρεθεί ή χάρη, χανόμαστε. Κάποτε προσευχόμουν κι ένιωθα αγαλλίαση. Ώρες στεκόμουν όρθιος και δεν ένιωθα καθόλου κούραση. Ή προσευχή μου έδινε μια γλυκιά ξεκούραση. Κάποια στιγμή, όμως, μου πέρασε απ' το νου ένας λογισμός ανθρώπινος. Σκέφτηκα: «Επειδή μου λείπουν δυο πλευρά και κρυώνω εύκολα, ας πάρω ένα σάλι, για να τυλιχτώ, μήπως αργότερα κρυώσω». Αυτό ήταν. Έχασα την ωραία κατάσταση. Σωριάστηκα κάτω κι έμεινα εκεί μίση ώρα Μετά σηκώθηκα και πήγα στο κρεβάτι με δυσκολία όταν προσευχόμουν, ένιωθα σαν ένα πούπουλο. Ήμουν ελαφρύς και γεμάτος αγαλλίαση, πού δεν εκφράζεται. Μόλις, όμως, δέχτηκα το λογισμό, σωριάστηκα κάτω.

Ό Γέροντας σταμάτησε να μιλάει.

Έριξε από μια διαπεραστική ματιά στον καθένα και αστειευόμενος τους είπε:
-Άντε βρε λεβέντες, τώρα να πάτε να προλάβετε κανένα μοναστήρι.