Καθώς ο π. Παΐσιος μιλούσε απευθυνόμενος προς όλους τους παρευρισκόμενους, προσφώνησε κάποιον με τ’ όνομά του, λέγοντας:
“Γιώργο, παιδί μου, έλα ‘δώ!”
Ο περί ου ο λόγος Γιώργος, επίσης λοχαγός και συνάδελφος του φίλου μου, δεν απάντησε καν, υποθέτοντας ότι ο Γέροντας απευθυνόταν σε κάποιον άλλο.
Τότε, ο π. Παΐσιος επανέλαβε, λέγοντας συγκεκριμένα:
“Εσένα, λέω, κύριε λοχαγέ, έλα ‘δώ”, αφήνοντάς τους όλους έκπληκτους, καθώς οι δύο λοχαγοί επισκέπτονταν για πρώτη φορά την Παναγούδα (και, επιπλέον, φορούσαν πολιτικά, μην έχοντας κάποιο διακριτικό της ιδιότητάς τους).
Ο Γιώργος, λοιπόν, πλησίασε διστακτικά τον π. Παΐσιο, του φίλησε το χέρι και στάθηκε δίπλα του, οπότε ο π. Παΐσιος ξεκίνησε αμέσως να συζητά μαζί του:
“Πως είναι ο στρατός μας, Γιώργο;”
“Πιστεύω πως είναι καλά, πάτερ”, απάντησε ο λοχαγός.
“Δεν είναι καλά ο στρατός μας, Γιώργο, αλλά, ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη πολλοί καλοί αξιωματικοί και, κυρίως, στρατηγοί, και για αυτό στέκεται ακόμη ο στρατός μας”, σχολίασε ο π. Παΐσιος.
Κι αμέσως συνέχισε: “Πότε θα πάρουμε την Πόλη Γιώργο;“
“Δεν ξέρω πάτερ”, απάντησε ο λοχαγός.
“Θα την πάρουμε την Πόλη, Γιώργο, αλλά θα γίνει μεγάλος πόλεμος! Και δε θα πάρουμε μόνο την Πόλη, Γιώργο, αλλά και όλα τα μέρη της Μ. Ασίας που μας ανήκαν, και μάλιστα από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Σμύρνη. Όλα τα χαμένα μέρη μας, της χαμένες Πατρίδες… Κι ο πόλεμος, Γιώργο, θα αρχίσει από τα εξαμίλια.”
Τότε, ο λοχαγός Γιώργος, που θυμήθηκε το χωριό Εξαμίλια της Κορινθίας, ρώτησε τον Γέροντα:
“Δηλαδή, από την Κόρινθο θ’ αρχίσει ο πόλεμος, πάτερ;”
“Όχι, Γιώργο, ο πόλεμος δε θ’ αρχίσει από την Κόρινθο, αλλά από τα 6 μίλια της θάλασσας, τα οποία ζητάνε οι τούρκοι. Ενώ εμείς (οι Έλληνες δηλαδή) ζητάμε τα 12 μίλια, τα οποία είναι και κατοχυρωμένα.”
Και συνέχισε: “Θα γίνει μεγάλος πόλεμος, και την Ελλάδα θα τη βοηθήσει η ξανθή φυλή…” (εννοώντας, προφανώς, τους Ρώσους).