15/03/2019 - 21:05
Ο Γέροντας Ιάκωβος ήξερε ότι πλησίαζε η ώρα του για να φύγει. Έλεγε πριν την κοίμησή του σε πολλούς, σε πατέρες και πνευματικοπαίδια του: «Εγώ, παιδιά μου, θα φύγω σ’ ένα χρόνο… εγώ θα φύγω σε λίγους μήνες… εγώ θα φύγω σε λίγες εβδομάδες… εγώ θα φύγω σε λίγες μέρες...».
Όμως τα παιδιά του δεν τον πίστευαν, διότι λέγανε ότι εφ’ όσον ήταν άρρωστος, έτσι τα λέει αυτά. Ήταν εξάλλου και σχετικά νέος, 70 στα 71.
Στις 17 Νοεμβρίου του 1991, ημέρα Κυριακή, ο Γέροντας Ιάκωβος με παρακάλεσε να βρίσκομαι στις 21 Νοεμβρίου στο Μοναστήρι του. Πώς έγινε αυτό;
Εγώ τον είδα στον ύπνο μου στις 17 Νοεμβρίου που πήγα να ξεκουραστώ. Τον βλέπω στον ύπνο μου να βρίσκεται σε μία πάρα πολύ μεγάλη άσπρη εκκλησία, σ’ ένα ψηλό λόφο.
Έλαμπε ολόκληρος ο λόφος από τον πολύ ήλιο, και μέσα είχε κόσμο αμέτρητο και μου είπε: «Δεν θα μου μιλήσεις ούτε θα σου μιλήσω εδώ. Θα έρθεις από κοντά να μιλήσουμε στο Μοναστήρι. Άκουσες τι σου είπα; Δεν θέλω αντίρρηση! Είκοσι μία Νοεμβρίου θα έρθεις στο Μοναστήρι!».
Ξυπνάω και παίρνω τηλέφωνο στο Μοναστήρι. Το σηκώνει ο π. Κύριλλος και μου λέει: «είχαμε την συζήτησή σου με τον Γέροντα και θέλει να έρθεις οπωσδήποτε στις 21 Νοεμβρίου».
«Αφού μου το ζητά ο Γέροντας», σκέφθηκα, πρέπει να πάω. Μου λέει, επίσης, ο π. Κύριλλος ότι θα έρθει στην Αθήνα με το χέρι του Οσίου Δαυΐδ, άμα θέλω να πάω να το προσκυνήσω και να τα πούμε από κοντά.
Όταν τον είδα από κοντά, του είπα τ’ όνειρό μου και του λέω:
–Πάτερ Κύριλλε, πέρασε από το μυαλό μου μήπως ο Γέροντας Ιάκωβος φύγει για τον Ουρανό, γιατί αυτό που είδα δεν ήταν φυσιολογικό. Είδα τον Γέροντα να λειτουργεί λαμπροφορεμένος πάνω από την Αγία Τράπεζα, με πλήθος κόσμου σε μία άγνωστη εκκλησία.
–Τι να σου πω, παιδάκι μου… Δεν νομίζω… Έλα εσύ, όμως, και θα δούμε…
Φεύγω, λοιπόν, στις 21 Νοεμβρίου πρωί-πρωί, γιατί η προϊσταμένη δεν μου έδινε άδεια για μία μέρα, και έτσι θα πήγαινα μισή μέρα και το βράδυ θα γυρνούσα να κάνω την βάρδιά μου. Θα πήγαινα και θα γύρναγα την ίδια μέρα, ίσα-ίσα να δω την χειροτονία του π. Ιλαρίωνα σε διάκο (αργότερα ονομάσθηκε π. Ιάκωβος).
Είχε πει ο Γέροντας Ιάκωβος: «Να δω αυτό το παιδί διάκο, και ας πεθάνω!». Και όντως έτσι έγινε.
Εγώ θεώρησα καλό να πάω πρώτα στα Φύλλα Ευβοίας, όπου γινόταν η χειροτονία, και μετά να πάω στον Γέροντα. Βρέθηκα στην χειροτονία, άκουσα την συμμαρτυρία του Γέροντα Ιακώβου και ανέβηκα με μια χαρά να τρέξω να πω στον Γέροντα Ιάκωβο αυτά που είδα.
Ξεκινήσαμε από τα Φύλλα Ευβοίας με το αμάξι μιας φίλης μου, οδηγούσε ο άντρας της, και φτάσαμε στο Μοναστήρι μέσα σε μια ώρα και ένα τέταρτο, ενώ κανονικά είναι μια απόσταση τριών ωρών! Ο ίδιος ο άντρας της φίλης μου, όταν είδε το ρολόι του, μου είπε: «Βρε, Γερασιμούλα! Τι γίνεται εδώ πέρα; Πετάει ο Γέροντας, πετάμε κι εμείς;».
Το είπε αυτό, γιατί τον Γέροντα πολλές φορές τον βρίσκαμε στην Λίμνη, πηγαίναμε εμείς με το αυτοκίνητο επάνω (στο Μοναστήρι) και ο Γέροντας είχε βρεθεί πιο μπροστά από εμάς, (παρόλο που είχε ξεκινήσει ο ίδιος) με τα πόδια στο Μοναστήρι του! Εγώ έχω προσωπική εμπειρία που τον είδα. Μοναστήρι-Λίμνη είναι μια απόσταση είκοσι με τριάντα λεπτά, κάπου εκεί.
Φτάνοντας στο Μοναστήρι «πετώντας», λέει ο Γέροντας σ’ έναν π. Εφραίμ να του φτιάξει έναν καφέ και να μου πει να πάω στο δωμάτιό του και μην μας ενοχλήσει κανείς. Επειδή ήξερε ότι κάθε λίγο όλο και κάποιος θα χτυπούσε την πόρτα, λέει: «Θα κλειδώσεις την πόρτα, ώστε να καταλάβουν ότι δεν πρέπει να μας ενοχλήσουν καθόλου!» και, έτσι, κλείδωσα την πόρτα.
Η συζήτηση ήταν για πάρα πολλά θαύματα του Οσίου Δαυΐδ, όπως και επίσης μου είπε και το θαύμα με την Παναγία την «Ξενιά» που του είχε κάνει. Δηλαδή, ανέφερε τα πιο θαυμαστά γεγονότα που είχαν γίνει στην ζωή του και η διήγηση κράτησε τρεις ώρες. Μετά, με ρώτησε και μένα τι γίνεται με την δουλειά, και του είπα.
Και μου είπε ότι θα με διώξουν από το Νοσοκομείο και ότι θα μου πονέσει το στομάχι, και με παρακάλεσε να μην αφήσω κανέναν γιατρό να μου κάνει εγχείρηση στο στομάχι, γιατί ο Όσιος Δαυΐδ τού είπε ότι θα με βοηθήσει και θα με κάνει καλά, τα οποία έγιναν αργότερα όλα αυτά ακριβώς έτσι όπως τα είπε ο Γέροντας.
Φτάνουμε, λοιπόν, την ώρα που μου λέει ότι ο Όσιος Δαυΐδ έρχεται μέσα στο δωμάτιό του.
–Ωραία, λέω, Γέροντα! Αφού ήρθε ο Όσιος Δαυΐδ, να βγω έξω, να πείτε κι εσείς τα δικά σας!
Εγώ τον Όσιο Δαυΐδ δεν τον είδα, ούτε άκουσα την φωνή του.
–Όχι! μου λέει ο Γέροντας. Ο Όσιος Δαυΐδ μού είπε να κάνεις την Παράκληση, γιατί χαίρεται όταν την λες. Και εκείνος θα σε βοηθήσει και θα μου πει τι θέλει από εσένα και θα σου το πω εγώ.
Άρχισα, λοιπόν, να κάνω την Παράκληση.
Τελείωσα την Παράκληση και πήγα κοντά του.
–Ο Όσιος Δαυΐδ μού είπε να σου πω ότι θα σου συμβούν πάρα πολλά στην ζωή σου, αλλά μέχρι τελευταίας σου πνοής θα είναι δίπλα σου· και εγώ, όμως, θα είμαι δίπλα σου. «Θεός, όπου βούλεται, νικάται φύσεως τάξις». Όλα καλά θα πάνε, έτσι μου είπε να σου πω. Και επειδή θα συμβεί κάτι τώρα, δεν θα στενοχωρηθείς ό,τι και να συμβεί. Μου το υπόσχεσαι;
Και στην συνέχεια, λέει:
–Αύριο το πρωί, εγώ δεν θα σηκωθώ να λειτουργήσω. Θα χτυπάνε οι καμπάνες, και εγώ θα κοιμάμαι εδώ στο κρεβάτι.
–Γέροντα, να πεις στον π. Κύριλλο να σου χτυπήσει την πόρτα, να σε ξυπνήσει, να σε πάει εκείνος.
–Όχι, δεν θα μπορεί να με ξυπνήσει ο π. Κύριλλος! Θα χτυπάνε οι καμπάνες, και εγώ θα κοιμάμαι!
–Γέροντα, εγώ δεν θα πάω στην εκκλησία από τα άγρια χαράματα. Θέλεις να περάσω να σε ξυπνήσω, να σε σηκώσω σιγά-σιγά να πάμε στην εκκλησία;
–Όχι, παιδί μου, κανείς δεν θα μπορέσει να με σηκώσει εμένα για να κατεβώ να λειτουργήσω. Αύριο το πρωί θα χτυπάνε οι καμπάνες, και εγώ θα κοιμάμαι!
–Καλά, Γέροντα. Θα είσαι τόσο χάλια, φαίνεται.
–Παιδάκι μου, δεν είμαι καλά.
–Γέροντα, να φωνάξω έναν γιατρό;
–Όχι, όχι, παιδάκι μου! Αλλά δεν αισθάνομαι καλά. Όμως τώρα πρέπει να σηκωθώ, γιατί έρχονται οι Πατέρες που έγινε η χειροτονία. Πώς ήτανε αλήθεια;
–Γέροντα, ήθελα να σου πω και πριν… ήταν κάτι διαφορετικό… δεν γνώριζα το παιδί έτσι όπως έψελνε, δεν γνώριζα την φωνή του… νόμιζα ότι κάποιος άλλος ψέλνει!...
–Άλλος έψελνε, παιδί μου· ο Παράκλητος, το Πνεύμα της Αληθείας έψελνε, δεν ήταν αυτός. Ήτανε καλά;
–Ναι, πολύ ωραία Γέροντα! Διάβασαν και την συμμαρτυρία.
–Ναι, παιδάκι μου, τον άκουγα νοερώς. Εκεί ήμουν. Εγώ όλα τα άκουγα και όλα τα έβλεπα. Νοερώς εκεί ήμουνα. Δεν ήτανε όμορφα;
–Όλα ήτανε πάρα πολύ όμορφα, Γέροντα, ήτανε πάρα πολλή ευλογία Θεού.
–Παιδί μου, να, τώρα έρχεται. Άνοιξε την πόρτα, όπου νά ’ναι ανεβαίνουν τις σκάλες και έρχονται.
Εκείνη την ώρα, μου ζήτησε να ψάλλω το τροπάριο του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου (κατά σύμπτωση το είχα μάθει εκείνη την ημέρα). Ψέλνοντας πήγα και ξεκλείδωσα την πόρτα, αφού προηγουμένως του είχα βάλει το ράσο και τα παπούτσια, για να είναι έτοιμος να κατέβει στην εκκλησία. Εκείνη την ώρα ακούω:
«Γερασιμία, τρέξε! Ζαλίζομαι!». Τρέχοντας, τον προλαβαίνω να μην χτυπήσει το κεφάλι του στο πάτωμα, γιατί είχε πάθει ήδη ανακοπή, και του φέρνω ένα μαξιλάρι να μπορεί να πάρει ανάσες.
Χτυπούσαν την πόρτα και έπρεπε να ανοίξω. Ανοίγω και λέω: «Τρέξτε να φέρετε γιατρό, φέρτε και την Κάρα του Οσίου Δαυΐδ! Δεν βλέπω τον Γέροντα να ζει, φέρτε τις πρώτες βοήθειες!». Φωνάζουν έναν γιατρό. Στο μεταξύ, εγώ τον κράταγα στα χέρια μου ψηλά, για να παίρνει ανάσες, και έβλεπα όχι χάνει τον σφυγμό του.
Ο π. Κύριλλος διάβαζε την ευχή με την αγία Κάρα του Οσίου Δαυΐδ. Και με το που τελείωσε η ευχή που διάβαζε ο π. Κύριλλος πάνω από το κεφάλι του Γέροντα, αισθάνθηκα ότι έκανε μια αναπνοή ελαφριά και, όπως είχε πει «σαν πουλάκι, παιδιά μου, θα φύγω», αισθάνθηκα ένα φύσημα να βγαίνει και τον σφυγμό να μην υπάρχει πλέον.
Τα μάτια του ο Γέροντας τα είχε κατάματα στα μάτια τα δικά μου. Δεν έχασαν τα μάτια του την θέση τους, όπως γίνεται όταν κάποιος φεύγει από την ζωή, δεν αλληθώρισε, δεν έχασε καθόλου την θωριά του, σαν να σου μιλούσε, σαν να σε έβλεπε, σαν να είναι εκεί ζωντανός.
Γι’ αυτό και δεν του έκλεισα τα μάτια και περίμενα τον γιατρό. Έρχεται ο γιατρός, του κάνει το καρδιογράφημα, βλέπει ότι είναι τελειωμένος και μας είπε να του κλείσουμε τα μάτια.
Τον κατεβάσαμε στην εκκλησία και ο κόσμος περνούσε να τον ασπασθεί. Μαθεύτηκαν τα νέα από τον σταθμό της Εκκλησίας και από την άκρη του κόσμου τρέχανε να έρθουν στο Μοναστήρι. Έγινε κοσμοσυρροή! Γέμισε όλη η εκκλησία και όλος ο αυλόγυρος!
Είναι πράγματα που μόνον ένας Άγιος μπορεί να κατορθώσει με την Χάρη του Θεού. Και έρχεται η ώρα, που ένας γνωστός μου πάει να τον προσκυνήσει και βλέπουμε τον Γέροντα να ανοίγει τα μάτια του!
Δεν το είδα μόνον εγώ, το είδαν παπάδες, το είδαν και άλλοι άνθρωποι. Ώρες-ώρες άνοιγε τα μάτια του και μας έβλεπε. Τα μάτια ορθάνοιχτα και τα ξανάκλεινε. Το σοκ ήταν πάνω από τις δυνάμεις μας.
Και στην περιφορά, δεν τον είδαν λίγοι άνθρωποι, τον είδαν αρκετοί, όπως μας το είχε πει ο ίδιος Γέροντας: «Πού να κάνω πως σηκώνομαι την ώρα της περιφοράς της κάσας και να σας ευλογώ κιόλας!». Και, πραγματικά! Καθώς γυρίζαμε το λείψανο αυτού του άγιου ανθρώπου, σήκωσε το χέρι του και ευλόγησε τον κόσμο!
Ήρθε στην κηδεία και ο μητροπολίτης Προκόπιος και χάρηκα πάρα πολύ. Λέγαμε όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη», όλοι με ένα στόμα, και το «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον». Δηλαδή, ψάλλαμε αναστάστιμα τροπάρια την ώρα της κηδείας του Γέροντα.
Ο Γέροντας Ιάκωβος είχε δει ότι θα πεθάνει και μου είχε πει: «Θα μείνεις στο Μοναστήρι τρεις μέρες». Εμένα η προϊσταμένη του Νοσοκομείου στο οποίο δούλευα, δεν μου έδινε άδεια, μου είχε πει να γυρίσω και το βράδυ να είμαι πίσω.
Και λέω στον Γέροντα:
–Τι θα πω στην προϊσταμένη; Με περιμένει το βράδυ.
–Θα της πεις ότι ο παππούς μου πέθανε και πρέπει να μείνω.
Όταν εκοιμήθη ο Γέροντας, την παίρνω τηλέφωνο και της λέω: «Συγνώμη, πέθανε ο παππούς μου και πρέπει να μείνω». Και αυτή μου απάντησε: «Και μένα πέθανε ο πατέρας μου, σε καταλαβαίνω. Να μείνεις. Και όποτε θέλεις, να με πάρεις τηλέφωνο να έρθεις». Αυτό έγινε, για να είμαι στα τριήμερα του Γέροντα.