Ο Θεός επιτρέπει τους πειρασμούς ανάλογα μέ τήν πνευματική μας κατάσταση.
Άλλοτε επιτρέπει νά κάνουμε ένα σφάλμα, λ.χ. μια μικρή απροσεξία, για να είμαστε άλλη φορά προσεκτικοί καί νά αποφύγουμε ή μάλλον νά προλάβουμε ένα μεγαλύτερο κακό πούθά μας έκανε το ταγκαλάκι.
Άλλοτε αφήνει τόν διάβολο νά μάς πειράζη, γιά νά μάς δοκιμάση.
Δίνουμε δηλαδή εξετάσεις καί αντί κακό ό διάβολος μάς κάνει καλό.
Θυμηθήτε τόν Γερο-Φιλάρετο πού έλεγε:
Τέκνον, έγκατάλειψις Θεού, ούδένα πειρασμόν σήμερα.
Ήθελε νά παλεύη κάθε μέρα με τους πειρασμούς, γιά νά στεφανώνεται άπό τόν Χριστό.
Ένας δυνατός, όπως ό Γερο-Φιλάρετος, δέν αποφεύγει τους πειρασμούς, άλλα λέει στον Χριστό:
Στείλε μου, Χριστέ μου, πειρασμούς καί δώσε μου κουράγιο νά παλέψω.
Ένας αδύνατος όμως θά πή: Μήν έπιτρέπης, Χριστέ μου, νά πειρασθώ.
Μη είσενέγκης ημάς εις πειρασμόν….
Εμείς όμως πολλές φορές, όταν έχουμε έναν πειρασμό, λέμε: ε, μά είμαι άνθρωπος κι εγώ δέν αντέχω άλλο!, ενώ θά έπρεπε νά πούμε: Δέν είμαι άνθρωπος είμαι παλιάνθρωπος.
Θεέ μου, βοήθησε με νά γίνω άνθρωπος.
Δέν λέω νά επιδιώκουμε εμείς τους πειρασμούς, άλλα, όταν έρχωνται, νά τους αντιμετωπίζουμε με καρτερία καί προσευχή.
Σέ κάθε πνευματική χειμωνιά νά περιμένουμε με υπομονή καί ελπίδα τήν πνευματική άνοιξη.
Οι μεγαλύτεροι πειρασμοί είναι συνήθως στιγμιαίοι καί, εάν εκείνη τήν στιγμή τους ξεφύγουμε, περνάει καί φεύγει ή φάλαγγα τών δαιμόνων καί γλυτώνουμε.
Όταν ένωθή ό άνθρωπος μέ τόν Θεό, δέν έχει πιά πειρασμούς.
Μπορεί ό διάβολος νά κάνη κακό στον Άγγελο; Όχι, καίγεται.
Ή πνευματική ζωή είναι πολύ απλή καί εύκολη εμείς τήν κάνουμε δύσκολη, γιατί δεν αγωνιζόμαστε σωστά. Με λίγη προσπάθεια και πολλή ταπείνωση και εμπιστοσύνη στον Θεό, μπορεί κανείς να προχώρηση πολύ. Γιατί, όπου υπάρχει ταπείνωση, δεν έχει θέση ό διάβολος καί, όπου δεν υπάρχει διάβολος, επόμενο είναι να μην υπάρχουν καί πειρασμοί.
– Γέροντα, ή πτώση σε μιά αμαρτία μπορεί να γίνη κατά παραχώρηση του Θεού;
– Όχι, είναι βαρύ νά πούμε ότι παραχωρεί ό Θεός νά αμαρτήσουμε. Ό Θεός ποτέ δεν παραχωρεί νά αμαρτήσουμε. Εμείς κάνουμε παραχωρήσεις καί έρχεται ό διάβολος καί μας πειράζει. Όταν λ.χ. ύπερηφανεύωμαι, διώχνω τήν θεία Χάρη, φεύγει ό Φύλακας Άγγελος μου, έρχεται ό άλλος …άγγελος, ό διάβολος, καί σπάζω τά μούτρα μου.
Αυτή είναι δική μου παραχώρηση, καί όχι τού Θεού.
– Είναι σωστό, Γέροντα, όταν έχουμε μιά πτώση νά λέμε:
Ό πειρασμός μέ έρριξε;
– Πολλές φορές ακούω κι εγώ μερικούς ανθρώπους νά λένε ότι φταίει ό πειρασμός, όταν ταλαιπωρούνται, ένω φταίνε οί ϊδιοι πού δέν αντιμετωπίζουν σωστά τά πράγματα.
Έπειτα ό πειρασμός, πειρασμός είναι. Μπορεί νά μας έμποδίση άπό το κακό;
Τήν δουλειά του κάνει.
Νά μήν τά φορτώνουμε καί όλα στον πειρασμό.
Ένας υποτακτικός, πού ζούσε σέ μιά Καλύβη μέ τον Γέροντα του, μιά φορά πού έμεινε γιά λίγο μόνος του, πήρε ένα αυγό, το έβαλε πάνω σέ ένα κλειδί – ήταν άπό εκείνα τά μεγάλα, τά παλιά κλειδιά – καί άναψε άπό κάτω ένα κερί, γιά νά το ψήση!
Μπαίνει ξαφνικά ό Γέροντας καί τον βλέπει. ¨Τί κάνεις εκεί;, τού λέει.
Νά, Γέροντα, ό πειρασμός μέ έβαλε νά ψήσω έδώ ένα αυγό, τού λέει ό υποτακτικός του. Καί τότε ακούσθηκε μιά άγρια φωνή: Αυτήν τήν τέχνη έγώ δέν τήν ήξερα- άπό αυτόν τήν έμαθα!
Ό διάβολος μερικές φορές κοιμάται, καί εμείς τον προκαλούμε.