"Δημητράκη, για σένα πάλι δεν έχει τίποτε…"
Ὁ Δημητράκης ὀρφάνεψε μικρός ἀπό μητέρα. Ὁ πατέρας του χῆρος μέ μικρά παιδιά, ἀναγκάστηκε νά ξαναπαντρευτεῖ. Ἡ μητριά δέν μπόρεσε νά τοῦ δώσει μητρική στοργή. Ἔτσι ὁ μικρός Δημήτρης προτιμοῦσε νά κατοικεῖ ὅσο τό δυνατόν λιγότερο μέσα σ᾿ αὐτό τό σπίτι, πού ἔπαψε νά τό νιώθει πιά δικό του. Εὐτυχῶς, ὑπῆρχε ἡ πρόφαση τοῦ βοσκήματος τῶν κατσικιῶν, καί τό ἀπόμακρο μαντρί τοῦ πρόσφερε τήν ἡσυχία καί τή γαλήνη. Ἐκεῖ ὅμως τό ψωμί ἦταν λιγοστό καί τό μαγειρευμένο φαγητό ἦταν σπάνιο.