Όλοι οι θνητοί πάνω στη γη εξορκίζουν το θάνατο. Και όμως «ο δαίμων ο την ημετέραν μοίραν ειληχώς απαραίτητος», όπως έλεγαν οί αρχαίοι, δηλαδή ο Θεός, που πήρε τη μοίρα μας στα χέρια του, δεν μας αφήνει με τίποτε. Αυτό πίστευαν οι προγονοί μας, γιατί αυτό έβλεπαν. Η καρδιά όμως του καθενός δεν μπαίνει στα καλούπια του νου, γιατί έχει τη δική της ιστορία, είναι αυτό που έλεγε ο Μακρυγιάννης το «αμανέτι του Θεού»!..
Το όνειρο της ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ στους αρχαίους
Ποτέ και πουθενά ο άνθρωπος δεν συμβιβάστηκε με το θάνατο, ούτε τον ένοιωσε φυσικόν, όπως τον χαρακτηρίζουν οι λογικοί άνθρωποι γύρω του. Από την αρχαιότατη εποχή με τους κοπετούς και τις μοιρολογίστριες μέχρι το Διονύσιο Σολωμό που επιμένει: «...γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα»
Όλοι οι θνητοί πάνω στη γη εξορκίζουν το θάνατο. Καί όμως «ό δαίμων ό την ήμετέραν μοίραν είληχώς απαραίτητος», όπως έλεγαν οί αρχαίοι, δηλαδή ό Θεός, που πήρε τη μοίρα μας στα χέρια του, δεν μας αφήνει με τίποτε. Αυτό πίστευαν οι προγονοί μας, γιατί αυτό έβλεπαν. Η καρδιά όμως του καθενός δεν μπαίνει στα καλούπια του νου, γιατί έχει τη δική της ιστορία, είναι αυτό που έλεγε ό Μακρυγιάννης το «άμανέτι του Θεού». Γι’αυτό, όσο κι αν η λογική καί ή παρατήρηση έδειχναν το «άπαραίτητον» του θανάτου κι εβάφτιζαν τους ανθρώπους θνητούς καί βροτούς, οι αρχαίοι μας πρόγονοι κατέφευγαν στη μόνη παρηγοριά που τους απόμενε, στο Όνειρο. Κι επειδή, όπως λένε, στα όνειρα μας βλέπομε αυτά που στερούμαστε στο ξύπνιο μας, ας δούμε ποιος ήταν ό συνειδητός καημός τους.
Στόν «Ομηρικό ύμνο του «Απόλλωνα, στίχοι 189-193, διαβάζαμε ότι στ’ ανάκτορο του Δία οι Μούσες υμνούν των θεών τ’ αθάνατα δώρα καί των ανθρώπων τα βάσανα, όσα βάσανα έχοντας ζουν κάτω απ’ την εξουσία των θεών: «αφραδέες και αμήχανοι, ουδέ δύνανται ευρέμεναι θανάτιο τ’ άκος γήραος τ’ άλκαρ» δηλ. ανίκανοι να σκεφτούν ανίκανοι και να μηχανευτούν κάτι, κι ούτε μπορούν να βρουν του θανάτου γιατρικό καί αποτρεπτικό των γηρατειών.
Στη γιορτή του Απόλλωνα στο ανάκτορο του Δία, οπου τραγουδούν οι ίδιες οι Μούσες τη μακαριότητα των θεών, ο ποιητής πέρασε καί την έντονη διαμαρτυρία του για τα βάσανα των ανθρώπων, που ασφαλώς δεν είχαν θέση αυτή την ώρα σ’ αυτά τα τραγούδια.
Η διαμαρτυρία για το θάνατο εκφράστηκε στη Μυθολογία με τους θρήνους που γίνονταν για το θάνατο του Άδωνη, που κάθε άνοιξη ερχόταν στη γη και κάθε φθινόπωρο μετανάστευε στον Άδη, όπου τον περίμενε η Περσεφόνη. Σε άλλους μύθους η Περσεφόνη αρπαγμένη απ’ τον Πλούτωνα αναγκάζεται να μείνει τέσσερες μήνες στον κάτω κόσμο καί τους οχτώ ν΄ανεβαίνει στη γη, καί τότε ή μητέρα της η Δήμητρα απ’ τη χαρά της ομορφαίνει την πλάση με τα άνθη και τις πρασινάδες.
Δύο ήρωες, ο Θησέας και ο Πειρίθους, κατέβηκαν στον κάτω κόσμο με σκοπό να κλέψουν την Περσεφόνη για λογαριασμό του Πειρίθου. Ο Πλούτων τους έπιασε καί τους έδεσε με φίδια. Αργότερα, όταν κατέβηκε ό Ηρακλής για να πάρει επάνω τον Κέρβερο, κατάφερε να λύσει το Θησέα μόνο καί τον ανέβασε στον επάνω κόσμο και η Ευρυδίκη παραδόθηκε από τον Πλούτωνα στον Ορφέα, για να την οδηγήσει στον επάνω κόσμο, με τον όρο να μη γυρίσει να την κοιτάξει, ώσπου να φτάσουν επάνω· εκείνος όμως δεν άντεξε καί την κοίταξε κι έτσι η Ευριδίκη έμεινε στον Άδη κι ο Ορφέας απαρηγόρητος. «Όλες αυτές οι μυθολογικές απόπειρες να παραστήσουν μια επιστροφή απ’ τον «εύρώεντα» (τον μουχλιασμένον) Άδη είναι πολύ σύντομες καί σχηματικές, χωρίς επεξεργασία του νου. Μια ολοκληρωμένη τέτοια μυθική ανάσταση μας προσφέρει ο Ευριπίδης στο Όραμα του ««Αλκηστις»:
«Η νεαρή σύζυγος του βασιλιά των Φερών Αδμήτου δέχεται να πεθάνει αντί για τον άντρα της, που είχε πάρει από τον Απόλλωνα ως δώρο αυτή τη δυνατότητα. Ο πατέρας του και η μάννα του δεν δέχτηκαν να κάνουν αυτή τη θυσία, δέχτηκε όμως πρόθυμα η σύζυγος του Άλκηστη. «Έτσι ο θάνατός της παίρνει τη μορφή εκούσιας θυσίας και τη στολίζει με το στεφάνι της μάρτυρος της αγάπης. Κατά τον ενταφιασμό της, όμως, τυχαίνει να περάσει ο Ηρακλής (θεάνθρωπος ήταν ό Ηρακλής!) καί γίνεται δεκτός στο φιλόξενο παλάτι του Αδμήτου. Εκεί, μόλις μαθαίνει γιά το θάνατο της βασίλισσας, τρέχει στον τάφο της, παλεύει με το Χάροντα καί φέρνει την Άλκηστη ζωντανή πάλι στον Αδμητο. θα είναι όμως τρεις μέρες αμίλητη κι υστέρα θα τους μιλήσει. Στό μεγάλο χορικό αυτού του οράματος εκφράζεται η λαχτάρα της ανάστασης.
Ο χορός αποχαιρετώντας την ηρωίδα μας δίνει ένα αληθινό συναξάρι στην καρδιά του χρυσού αιώνα: …Μακάρι να ήταν στο χέρι μου και να μπορούσα να σε φέρω στο φως απ’ τα βάθη του Άδη καί τα ρείθρα του Κωκυτού με βάρκα ποταμίσια του κάτω κόσμου… Γιατί εσύ, μοναδική ανάμεσα στίς γυναίκες κι αγαπητή, εσύ τον άντρα σου άντεξες να εξαγοράσεις απ’ τον Άδη με τη ζωή σου. Ανάλαφρη η γη επάνω σου ας πέσει… Εδώ βλέπομε το όνειρο της ανάστασης να στηρίζεται πάνω στην ηθική αξία της ηρωίδας. Ο λαός ξέρει καί παραδέχεται ότι δεν γίνεται πράξη το όνειρό του, αλλά μέσα στην καρδιά του το όνειρο του κρατεί ολοζώντανο. Καημός απαρηγόρητος το αμετάκλητο του θανάτου για τον αρχαίο Έλληνα, όνειρο γλυκό απελπισμένο η ανάσταση. Για πρώτη φορά άκουσαν για ανάσταση οι Αθηναίοι απ’ τον απόστολο Παύλο στον Άρειο Πάγο. Καί τότε δεν ήταν όνειρο, δεν ήταν θέατρο, ήταν αλήθεια. Κι από τότε την ακούμε καί τη ζούμε την Ανάσταση σαν γεγονός, «χαρά εν όλω τω κόσμω».
[του Κωνσταντίνου Γανωτή /Φιλολόγου-Γυμνασιάρχου]