Ως απολύτως εφικτή χαρακτηρίζουν την ομαλή ολοκλήρωση του τρέχοντος, τρίτου κατά σειρά, προγράμματος στήριξης της Ελλάδος και την ομαλή επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές χρήματος, πηγές που βρίσκονται πλησίον των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους εταίρους και δανειστές της.
Είναι η πρώτη φορά από το 2010 έως και σήμερα που «η Ελλάδα βρίσκεται τόσο κοντά στην πηγή», σημειώνουν χαρακτηριστικά ασφαλείς πηγές με γνώση των συζητήσεων. Είναι επίσης η πρώτη φορά που συντρέχουν τόσο ξεκάθαρα οι προϋποθέσεις για την αποσαφήνιση των περαιτέρω βημάτων στην κατεύθυνση της ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, τονίζουν οι ίδιες πηγές, υπενθυμίζοντας τη σχετική δήλωση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλόντ Γιούνκερ, ότι: «το χρέος θα το δούμε όταν η Ελλάδα είναι σε πλεόνασμα και όταν έχει ολοκληρωθεί το πρόγραμμα».
Αμφότερες των προϋποθέσεων αυτών αναμένεται ότι θα έχουν εκπληρωθεί το 2018, έτος κατά το οποίο εκπνέει το τρέχον πρόγραμμα (20.08.2017) και η Ελλάδα αναμένεται να καταγράψει για πρώτη φορά δημοσιονομικό πλεόνασμα (πέραν της υπεραπόδοσης που ήδη εμφανίζει σε επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος) της τάξης του 0,6% επί του ΑΕΠ, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιοποίησε πρόσφατα η «Κομισιόν».
«Μετά από 8 χρόνια προγραμμάτων, ουδείς επιθυμεί να αποτύχει η Ελλάδα», επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, τονίζοντας ωστόσο ότι θεωρούν ως κομβικής σημασίας στην διαδικασία αυτή την ανάληψη μεγαλύτερου βαθμού «ιδιοκτησίας» του προγράμματος εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, για την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που απομένουν έως την εκπνοή του. «Σε καμία περίπτωση δεν θα αφεθεί η Ελλάδα να κολυμπήσει μόνη της στον ωκεανό» των διεθνών αγορών, συμπληρώνουν οι ίδιες πηγές, τονίζοντας ότι τούτο είναι κάτι που ουδεμία εκ των εμπλεκομένων πλευρών στις διαπραγματεύσεις επιθυμεί.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η ταχεία ολοκλήρωση της Γ’ αξιολόγησης θα ανάψει το «πράσινο φως» για την έναρξη συζητήσεων τεχνικού χαρακτήρα και την διερεύνηση των εναλλακτικών ή και συμπληρωματικών δυνατοτήτων που υπάρχουν αναφορικά με την ύπαρξη «προληπτικής γραμμής», «χρηματοδοτικού μαξιλαριού», του ESM, των αδιάθετων κεφαλαίων από το Γ’ πρόγραμμα – (τα οποία είναι της τάξης των 40 δισ.ευρώ) ή κάποιας παραλλαγής αυτών, που θα παρέχει τη δυνατότητα μεταπρογραμματικής στήριξης. Όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, η ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος το καλοκαίρι του 2018 αλλά και η επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (quantitative easing) εκ μέρους της ΕΚΤ επί ακόμη ένα έτος, παρέχουν –επίσης για πρώτη φορά- μία τόσο ρεαλιστική ευκαιρία ένταξης και των ελληνικών ομολόγων στο «Q.E.»
Πάντως, όπως καταλήγουν, η συζήτηση για την «μετά μνημόνιο» εποχή της Ελλάδας και την βιώσιμη έξοδό της στις αγορές, δεν θα αφορά κατ’ ανάγκη ή αποκλειστικά ζητήματα που άπτονται κονδυλίων, αλλά θα περιλαμβάνει και εγγυήσεις σχετικά με την δημοσιονομική ευρωστία της χώρας, η οποία όπως σημειώνουν, ούτως ή άλλως έχει επιτευχθεί. Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζουν ότι για εφέτος αναμένεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,6% και κατά 2,5% το 2018 ενώ παραπέμπουν και στην πτωτική τροχιά που ακολουθεί η ανεργία.
Τα αίτια που οδήγησαν τη χώρα σε κρίση και σε αναζήτηση στήριξης το 2010, δηλαδή τα υψηλά δίδυμα ελλείμματα, δημοσιονομικό και τρεχουσών συναλλαγών, έχουν εξαλειφθεί ενώ αποκαθίσταται και η εμπιστοσύνη της επενδυτικής κοινότητας προς τη χώρα. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την ομαλή επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, σημειώνουν, εκτιμώντας ότι η κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών της τάξης των 10 δισ. ευρώ ετησίως, βάσει λογικών επιτοκιακών όρων, θα είναι εφικτή μετά το πέρας του τρέχοντος προγράμματος στήριξης.