Έλεγε ο γέροντας (ο άγιος Παΐσιος) ένα παράδειγμα.
Έλεγε ότι όταν ήταν αρχάριος μοναχός, όταν έφτιαχνε τα εργόχειρά του, πήγαινε ο πειρασμός και του έκανε πολλά εμπόδια.
Σπάζανε τα εργαλεία, τσάκιζαν τα χέρια του, σπαζαν τα εργόχειρα... Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Στην αρχή ήταν αρχάριος και δεν μπορούσε να το διαχειριστεί και δυσανασχετούσε. Κι έλεγε: «Να πάρει η ευχή να πάρει» ξέρω γω, διάφορα τέτοια που λέμε κι εμείς. Έβλεπε όμως ότι όσο έλεγε τέτοια και δυσανασχετούσε, γινόταν χειρότερα ο ψυχικός του κόσμος και έχανε την προσευχή του.
Σκέφτηκε ότι δεν είναι καλό αυτό το πράγμα, τι πρέπει να κάνω;
Κάθε φορά, λέει, που θα γίνει μια ζημιά, κάθε φορά που θα γίνει κάτι, εγώ θα λέω: «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος! Δόξα σοι, ο Θεός! Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος!»
Και κάθε φορά που του έσπαζαν τα πράγματα, έλεγε: «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος! Δόξα σοι ο Θεός ημών, δόξα σοι».
Όταν δε του έπεφταν κάτω, έλεγε: «Προσκυνῶ Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμούσιον καί ἀχώριστον. Και ευτυχώς που μου έπεσε, να κάνω και μια μετάνοια, έστω και άθελά μου».
Με αυτούς τους λογισμούς δοξολογούσε συνέχεια τον Θεό και ήταν πραγματικά η ζωή του σαν ένας ήλιος γεμάτος χαρά.
π. Αθανάσιος Λεμεσού