Ο κυρ Στεπάν ο Αρμένης κι η θεία Σταυρούλα η γυναίκα του από τη Λήμνο, ήταν άκληροι. Αλλά καταπώς είχα καταλάβει για παιδιά τους λογάριαζαν όλα τα παιδιά της γειτονιάς αλλά και το Λευτέρη το γαιδουράκο τους με τον οποίο ο κυρ Στεπάν όργωνε τις γειτονιές της Μυτιλήνης πουλώντας την πραμάτεια του.
Μουλινέδες και κλωστές DMC και μαλλιά για πλέξιμο κι ένα σωρό άλλα χρωματιστά πανιά που χάζευα στο βασίλειο του. Την αποθήκη του στην κάμαρη αριστερά της εισόδου του σπιτιού του επί της Ζωοδόχου Πηγής. Στη Λαγκάδα των παιδικών μου χρόνων.
Καρσί στην κάμαρη – βασίλειο του κυρ Στεπάν, έστεκε το δικό μου σπίτι. Κι αριστερά της εισόδου του που χε «κόψει από το άλλο σπίτι ο πατέρας μου, το τσαγκαράδικο μέσα στο οποίο μεγάλωσα.
Από τη μια μεριά το μαγαζί του κυρ Στεπάν κι από την άλλη το τσαγκαράδιο.
Από τη μια υφάσματα και κλωστές κάθε λογής με ένα περίεργο άρωμα να χώνεται στα ρουθούνια σου από τις δυο περίεργες βαλίτσες, ή κάτι σαν βαλίτσες ξύλινες που άνοιγαν συρταρωτά από τα πλάγια και κρεμόταν από το σαμάρι του Λευτέρη σαν έβγαινε ο κυρ Στεπάν στη γύρα.
Κι από την άλλη η μυρωδιά των δερμάτων κι αυτή η στριφνή αλλιώτικη μυρωδιά της βενζινόκολας. Κι αυτά τα πολλά, απίστευτα πολλά, εργαλεία του τσαγκάρη και τα καλαπόδια κι αυτός ο «μπαρμπαλιάς» με τα τρία χυτευτά ποδάρια που στερεώνονταν στο πόδι του τσαγκάρη και με το βαρύ σφυρί καρφώνονταν οι πρόκες στο δέρμα στα σολιασμένα παπούτσια.
Κοινή μυρωδιά τα τσιγάρα «Άριστα Ματσάγγος», άφιλτρα τσιγάρα σε ένα άσπρο κουτί πλακέ με χρυσαφιά γράμματα που τα ‘παιρνα πέντε πέντε και για τους δυο, από το μπάρμπα μου το Χαράλαμπο, λίγο παραπάνω, κι αυτός επί της Ζωοδόχου Πηγής. Και το ρακί, μια στον πάγκο του τσαγκάρη και μια στο τραπεζάκι με τα σημειώματα και τους μουλινέδες στου κυρ Στεπάν.
Ήταν η ώρα που οι δυο γείτονες άντρες, με διαφορά κάπου 15 – 20 χρόνια, τα λέγαν όσο μπορούσαν να συνεννοηθούν... Κι ύστερα τραβούσαν κατά τον καφενέ του Σκούφου του αντάρτη για «τα δεύτερα» με μεζέ φασόλες νερόβραστες και ελιές και ρεπάνια. Η θεια η Σταυρούλα η γυναίκα του ήταν Λημνιά.
Πώς βρεθήκαν ετούτοι οι άνθρωπο δεν έμαθα ποτές και μάλλον δε θα μάθω κιόλας. Και δεν είναι μόνο η συνύπαρξη ενός Αρμένη πρόσφυγα με μια Λημνιά το περίεργο μα και το πώς ετούτοι βρέθηκαν στη Μυτιλήνη. Φιλενάδες με τη μάνα μου αν και της έριχνε καμιά 20ετία η κυρα Σταυρούλα θα της είχε πει την ιστορία αλλά αυτά είναι μυστικά τιμής και παίρνονται μαζί στον άλλο κόσμο.
Μόνιμα με ένα άσπρο τσεμπέρι ξεχώριζε για την αξιοσύνη της στα γλυκά του κουταλιού. Μα στο παιδικό μου μυαλουδάκι ξεχώριζε και για το συρτάρι θησαυρό μέσα στο οποίο έκρυβε μολυβένια στρατιωτάκια. Μπορούσα να τα πάρω και να παίξω μαζί τους αλλά μοναχά μέσα στο σπίτι. Απαγορευόταν να βγουν από εκεί. Και πάλι σαν βαριόμουνα τα μάζευα σε ένα μεταλλικό κουτί μπισκότων «Παπαδοπούλου» και τα έβαζα στο συρτάρι μέχρι την άλλη μέρα.
Ξεχωριστή μέρα γιορτινή με αλλιώτικα κεράσματα, ήταν τ’ Άγιου Στέφανου. 27 Δεκέμβρη του πρωτομάρτυρα κι έπαιρνε τότε τη γυναίκα του και το Λευτέρη ο κυρ Στεπάν και τραβάγαν από νωρίς στον Άγιο Στέφανο, στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου των απόρων πέρα από τα προσφυγικά και τα εργατικά της Καλλιθέας.
Εκεί θάβανε τους άπορους που πέθαιναν μοναχοί τους χωρίς άνθρωπο δικό τους. Ή τους γέροντες που πεθαίναν μόνοι στο γειτονικό γηροκομείο. Και σαν γυρίζαν με μια θλίψη στο πρόσωπο τους κερνάγαν τη γειτονιά ξερά βερύκοκα με ζάχαρη άχνη πασπαλισμένα. Γλυκό κι αυτό Αρμένικο λέγαν πως ήταν. Κι ακολουθούσε καλό για μένα φαγητό. Μαντί αρμένικο με κιμά γέμιση κι αρμένικους λουκουμάδες με πλεκτή ζύμη με μια περίεργη ονομασία που πάει την ξέχασα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αρχές του 1970, ένα πρωί έμαθα πώς ο κυρ Στεπάν πέθανε στον ύπνο του. Τον θάψαν στο νεκροταφείο του Άγιου Στέφανου, εκεί είπαν είχε πει της θειάς Σταυρούλας πως ήθελε να θαφτεί. Με ένα ξερό ξύλινο σταυρό στο μνημόρι του.
Χρόνια μετά, αρχές της δεκαετίας του 80, έλειπα στην Αθήνα, έμαθα πως πέθανε μοναχή της στο γηροκομείο κι η θεια η Σταυρούλα. Τη θάψανε θέλοντας και μη στο νεκροταφείο του Άγιου Στέφανου.
Το νεκροταφείο του Αγίου Στεφάνοιυ δεν υπάρχει πια. Το παρεκκλήσι ανακαινίστηκε ενώ στο οικόπεδο φτιάχτηκε το εκκλησάκι της Αγίας Θωμαϊδας κι ο χώρος μιας χριστιανικής αδελφότητας. Τα λείψανε όσα βρέθηκαν μαζεύτηκαν σε ένα κοινοτάφιο, με ένα σταυρό να θυμίζει την πίκρα του μοναχικού τέλους κάποιων ανθρώπων που πέρασαν. Ανάμεσα τους θα ναι κι αυτά της θείας Σταυρούλας και του κυρ Στεπάν του Αρμένη.
Κι εγώ κάθε χρόνο σαν σήμερα γλέχομαι αρμένικα μαντί, λουκουμάδες με στριφτή ζύμη και ξερά βερίκοκα πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη.
Ο Λευτέρης ο γιαδουράκος και τα μολυβένια στρατιωτάκια δεν έμαθα ποτές τι απόγιναν.