«Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε, Χριστός επί γης υψωθείτε», με αυτά τα λόγια ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (γ. 329) ξεκίνησε το διάσημο κήρυγμά του για τη γέννηση του Χριστού. Στην ίδια πηγή, μπορούμε να εντοπίσουμε την προέλευση του παραδοσιακού χριστουγεννιάτικου χαιρετισμού: «Χριστός γεννάται, δοξάσατε». Τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου και του Αγίου Βασιλείου αποτελούν μαρτυρία ότι, ήδη στα τέλη του 4ου αιώνα, η βυζαντινή Εκκλησία γιόρταζε τα Χριστούγεννα με ιδιαίτερη σοβαρότητα.
Τους πρώτους τρεις αιώνες δεν υπήρχε αυτοτελής γιορτή των Χριστουγέννων, αλλά η γέννηση του Χριστού γιορταζόταν συγχρόνως με τα Θεοφάνια, στις 6 Ιανουαρίου. Η Καινή Διαθήκη δεν καθόριζε με ακρίβεια την ημέρα της γέννησης του Χριστού και έτσι προτάθηκε να εορτάζεται την 25η Δεκεμβρίου, που ήταν η ημέρα της μεγάλης εθνικής εορτής του Ήλιου. Με αυτόν τον τρόπο, θα συνέπιπτε η μεγάλη χριστιανική γιορτή με αυτή των εθνικών και σταδιακά θα την αντικαθιστούσε. Στην Κωνσταντινούπολη, γιόρτασαν τα Χριστούγεννα για πρώτη φορά στις 25 Δεκεμβρίου το έτος 378 και στα Ιεροσόλυμα το 433. Η περίοδος της νηστείας, που προηγείται των Χριστουγέννων, επικράτησε ως θρησκευτική παράδοση το 1066 μ.Χ.
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την περίοδο των Χριστουγέννων φαίνεται ότι εμφανίστηκε το έθιμο της κατασκευής ενός σπηλαίου εντός του ναού, στο οποίο τοποθετούσαν ένα νεαρό αγόρι, σύμβολο του νεογέννητου Χριστού. Το έθιμο αυτό φαίνεται να δημιούργησε έντονες αντιδράσεις ανάμεσα στους Πατέρες της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικά, ο πατριάρχης Αντιόχειας Θεόδωρος Βαλσαμών τόνισε πως ήταν αμαρτία η προσωποποίηση του Χριστού σε ένα παιδί και αποκάλεσε την παράδοση «ανθρώπινο επιτήδευμα».
Οι ιπποδρομίες αποτελούσαν συχνό φαινόμενο στο Βυζάντιο και έτσι θεσπίστηκε η διοργάνωση γιορτινών ιπποδρομιών τις ημέρες των Χριστουγέννων. Ωστόσο, μετά από την αρνητική αντίδραση των Πατέρων της Εκκλησίας, το έθιμο, αν και δεν εξαλείφθηκε, υποχώρησε σημαντικά.
Πολύ γρήγορα, αναπτύχθηκαν χριστουγεννιάτικες παραδόσεις στη βυζαντινή λαϊκή συνείδηση. Οι πιστοί διασκέδαζαν διακοσμώντας με λουλούδια, δεντρολίβανα και κλαδιά μυρτιάς τα σπίτια τους και τους δρόμους. Μικροί και μεγάλοι τραγουδούσαν χριστουγεννιάτικα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι με τη συνοδεία αυλών και συρίγγων. Ο βυζαντινός λόγιος Ιωάννης Τζετζές τούς χαρακτηρίζει «αγύρτες» και αναφέρει πως τα παιδιά που τραγουδούσαν κάλαντα απεύθυναν εγκώμια στους ιδιοκτήτες των σπιτιών και στη συνέχεια δέχονταν φιλοδωρήματα. Ακόμη ένα ιδιόρρυθμο έθιμο των βυζαντινών Χριστουγέννων ήταν οι εορταστικές μεταμφιέσεις της εποχής. Ο λαός πλημμύριζε τους δρόμους ντυμένος με κουστούμια, που παρίσταναν άγρια ζώα, καλόγερους και σάτυρους.
Τέλος, στο παλάτι, ο αυτοκράτορας ακολουθούσε μια ιδιαίτερη εθιμοτυπία. Ξεκινώντας από το αυτοκρατορικό ανάκτορο ντυμένος με επίσημη ενδυμασία, κατευθυνόταν προς την Αγία Σοφία, όπου παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία μαζί με τους βασιλικούς ακολούθους. Στη συνέχεια, ακολουθούσε ένα πλουσιοπάροχο και επίσημο γεύμα στο παλάτι για τον αυτοκράτορα και τους καλεσμένους του, στο οποίο συμμετείχαν δώδεκα πένητες, όσοι και οι μαθητές του Χρίστου. Ακόμη, ο αυτοκράτορας προχωρούσε σε αποφυλάκιση των κρατουμένων, που ήταν στη φυλακή για μη σοβαρά παραπτώματα, ενώ ταυτόχρονα πάγωνε τις συλλήψεις πολιτών για τις ημέρες των εορτών.