Κάποτε κάποια κυρία επισκέφτηκε ένα απόγευμα μια φίλη της. Στο σαλόνι διέκρινε ένα ωραίο βάζο γιαπωνέζικο, αξίας, γεμάτο λουλούδια.
-Τι ωραίο βάζο! Πότε το αγόρασες;
-Μου το έφερε ο άνδρας μου, έιπε εκείνη.
Την άλλη μέρα, το πρωί στις οχτώ, η κυρία που είχε κάνει την επίσκεψη, ενώ έπινε καφέ με τον άνδρα της, θυμήθηκε το βάζο. Της είχε κάνει πολλή εντύπωση. Λέει, λοιπόν, στον άνδρα της με θαυμασμό:
-Τι να σου πω για την φίλη μου! Της έφερε ο άνδρας της ένα πολύ ωραίο βάζο γιαπωνέζικο, πολύχρωμο, με ωραίες παραστάσεις και στόλιζε όλο το σαλόνι.
Την ίδια μέρα ξαναπήγε στην φίλη της για κάποια δουλειά. Κοιτάζει, το βάζο έλειπε. Της λέει:
-Τι το έκανες το βάζο;
-Τι να σου πω, της απάντησε. Σήμερα πρωί-πρωί, στις οχτώ η ώρα, όπως ήμουνα στο δωμάτιο ήσυχα, ακούω ένα δυνατό «κράκ»! Και το ανθοδοχείο έγινε κομμάτια.
Έτσι μόνο του, χωρίς να το πειράξει κανείς, χωρίς να φυσήξει αέρας, χωρίς κανείς να το κουνήσει!
Εκείνη δεν μίλησε καθόλου στην αρχή. Μετά της λέει:
-Τι να σου πω… Στις οχτώ πίναμε με τον άνδρα μου καφέ και με θαυμασμό και χαρά του περιέγραψα το βάζο σου. Με πολλή λαχτάρα έκανα την περιγραφή. Τι να πω, λες καμιά κακή δύναμη να ενήργησε; Αυτό θα συνέβαινε, μόνο αν δεν σ’ αγαπούσα.
Κι όμως, αυτό ήτανε. Δεν κατάλαβε ότι μέσα της είχε κακία. Αυτό ήταν φθόνος, ζήλεια, βασκανία. Η κακή δύναμη μεταδίδεται, όσο μακριά κι αν βρισκόμαστε. Αυτό είναι μυστήριο.
Δεν υπάρχει απόσταση. Γι’ αυτό έσπασε το ανθοδοχείο.